Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Η αγγελοφύλακτη πόλη της Ξάνθης και τα μοναστήρια της.

Αυτός που βρίσκεται μέσα στην πόλη της Ξάνθης, ή έρχεται προς την Ξάνθη από την πεδιάδα, βλέπει πάντα κάποια, ή όλα, από τα τρία μοναστήρια της. Η θέα των μοναστηριών συμπληρώνει τη γοητευτική εικόνα της Παλιάς Πόλης και στεφανώνει τα γύρω υψώματα, τα οποία χωρίς τα μοναστήρια θα φαινόταν άξενα και απειλητικά. Σήμε­ρα, με την ανέγερση σύγχρονων πολυόροφων οικοδομών, τα μονα­στήρια της Ξάνθης δεν είναι πια αμέσως ορατά. Ωστόσο, η παρουσία των μοναστηριών συνεχίζει να εντυπωσιάζει. Τόσο, που ο ευαίσθητος επισκέπτης έχει τη βεβαιότητα πως περιβάλλεται από ιερή προστασία, ενώ ο κάτοι­κος της πόλης ασυναίσθητα αντιλαμβάνεται την παρουσία των μοναστη­ριών ως πηγή οικείωσης και σιγουριάς.
Σύμφωνα με παλιές τοπικές προφορικές παραδόσεις οι χριστιανοί κάτοικοι της Ξάνθης θέλουν την πόλη τους αγγελοφύλακτη. Τα μοναστή­ρια της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισας, της Παναγίας της Καλαμούς και των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καθώς και το μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου στα αβαθή της λιμνοθάλασσας της Βιστωνίδας, σχηματίζουν σταυρό και καθαγιάζουν το χώρο, εξασφαλίζοντας μόνιμη θεία παρου­σία και ιερή προστασία.
Ολόκληρη η ευρεία περιφέρεια της πόλης καθαγιάζεται, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη και η περιφέρεια της προστατεύονται από τον Τίμιο Σταυρό. Η πόλη είναι «σταυρωμένη» και τα μοναστήρια της είναι «σταυράτα». Το «σταύρωμα» σημαίνει την καθαγίαση από τον σταυρό, ενώ τα «σταυράτα» είναι τα κτίσματα και τα σημεία που φέρουν τον σταυρό.
Αυτό δεν είναι μόνο μία τοπική παράδοση, αλλά κάτι γενικότερο, το οποίο μας συνδέει με τη βυζαντινή Ξάνθεια και τη βυζαντινή πολεοδο­μική αντίληψη.
Βαθύ μυστήριο καλύπτει τη βυζαντινή Ξάνθεια και τα ίχνη της είναι ελάχιστα. Μας είναι άγνωστη η ιστορία των μοναστηριών της σημερινής Ξάνθης, τα οποία κτίζονται και ξανακτίζονται στις ίδιες βάσεις μετά από καταστροφές και θεομηνίες. Η γνωστή σε μας ανοικοδόμηση τους γίνε­ται μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1829, οι οποίοι ισοπέδωσαν ολόκληρη την πόλη. Τα μοναστήρια της Ξάνθης πρέπει να χρονολο­γούνται από τη μεσοβυζαντινή ή την υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως φαίνεται από ίχνη στα καθολικά τους.

Οι παρατηρήσεις μας δεν σταματούν εδώ στα μοναστήρια, έξω από την πόλη, αλλά πρέπει να επεκταθούν και στον χώρο της πόλης.

Στον ιστορικό οικισμό, λοιπόν, που σήμερα ονομάζουμε «Παλιά Πόλη», δεν υπάρχουν κτίσματα παλιότερα από τη δεκα­ετία του 1830. Πρόκειται για μία νέα πόλη, που κτίζεται, μετά την ισο­πέδωσή της από τους σεισμούς, πάνω στα περιγράμ­ματα των δρό­μων και των οχυρώ­σεων, τα οποία διατη­ρούνται για αιώνες.
Η Ξάνθεια, ως τειχι­σμένος οικισμός, έχει κυκλική περίμετρο με ακρόπολη στο βόρειο άκρο. Ένας κύριος δρόμος φαίνεται να διασχίζει την Παλιά Πόλη από την Ανατολή προς τη Δύση, ενώ ένας δεύτερος κύριος δρόμος κάθετος του προηγούμενου, οδηγεί προς τον Βορρά. Εκεί που οι δύο δρόμοι τέμνονται κάθετα, βρίσκεται το κέντρο της πόλης και η κύρια εκκλησία της πόλης.
Πρόκειται για τη ρωμαιοβυζαντινή «μέση» οδό, πού μαζί με τον κάθε­τό της δρόμο από το Νότο προς τον Βορρά σχηματίζουν σταυρό. Στο σημείο τομής των δρόμων ορίζεται ο «ομφαλός» της πόλης. Ο «ομ­φα­λός» είναι συνήθως η πλατεία της πόλης, όπου και η κύρια εκκλησία. Εκεί, με πόλο τον σταυρό της εκκλησίας, προεκτείνεται μυστικώς ένας κατα­κόρυφος νοερός άξονας πάνω προς τον ουρανό και κάτω προς το Ναδίρ. Ένα κοσμολογικό σταυρικό σύμ­βολο σε τρεις διαστάσεις σχηματίζεται και περιλαμβάνει το χωρικό και το ουράνιο σύμπαν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τυπικό βυζαντινό μυστικό συμβολισμό, γνωστό από τις μεγαλειώδεις συλ­λήψεις τού Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τον σχεδιασμό της Νέας Ρώ­μης-Κωνσταντινού­πολης. Έχουμε εδώ, μία ιερή και όχι αντικειμενική-επιστημονική γεωγραφία. Ο βυζαντινός άνθρωπος ζητά να συνδέσει τον κοσμικό χώρο με το ουράνιο επέκεινα και να ιεροποιήσει τον κόσμο.
Ανάλογο πολεοδομικό συμβολικό-μυστικό σχεδιασμό συναντάμε σε πολλές πόλεις της βυζαντινής εποχής, όπως π.χ., στη Θεσσαλονίκη, τη Νίκαια της Βιθυνίας, την Αδριανούπολη, την κάτω πόλη της Μονεμ­βασίας και τη Ραιδεστό.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία φύση, περιβάλλον και άνθρωπος θεω­ρούνται ως ενότητα και καθαγιάζον­ται. Δεν υπάρχει η κυρί­αρχη στη Δύση διάσταση του πραγματικού και του υπερβατικού κόσμου. Είναι όπως η βυζαντινή ζωγραφική παράδοση, κατά την οποία εικονίζεται μία πνευματική μετουσίωση σε αντίθεση προς τη ζωγραφική της Δύσης, κατά την οποία τα πράγματα εικονίζονται φυσιοκρατικά και αισθητικά.
Τέτοιες απλές, πλην ασυνήθιστες, παρατηρήσεις και διαπιστώσεις ίσως ξενίσουν. Συχνά αποκτούμε τη βεβαιότητα ότι ο εκσυγχρονισμός και ο παγκοσμιοποιημένος συρμός μας υποχρεώνουν να περιφρο­νού­με, ή να απορρίπτουμε ό,τι μας φαίνεται ξεπερασμένο ή ό,τι δεν θέλου­με, ή δεν μπορούμε πια, να καταλάβουμε. Άλλοτε πάλι, μας κυριεύει η εντύ­πωση ότι χάσαμε τα χαρακτηριστικά μας ως ιστορικός λαός, και αυτό μας στεναχωρεί. Πίσω από αυτές τις στάσεις βρίσκεται το γεγονός της αποϊεροποίησης του χώρου, που επιχειρεί ο Δυτικός Πολιτι­σμός με αποκορύφωμα τη δημιουργία του μη-τόπου και την αποξένωση του ανθρώπου.Ωστόσο, η καθημερινή πραγματικότητα, όπως η αίσθηση της παρου­σίας των αγγέλων στην ευρεία περίμετρο της πόλης της Ξάνθης, δημι­ουργεί παρήγορη, ελπιδοφόρα διάθεση και μας υπενθυμίζει το βυζαντι­νό μας παρελθόν.

Η πόλη της Ξάνθης και η γενικότερη σημασία της.

Έχει πλέον αναγνωριστεί ότι η τοπικότητα – η ενασχόληση με κάποιο συγκεκριμένο τόπο – είναι ένας βασικός συντελεστής της ταυτότητας και της αυτογνωσίας. Σήμερα κυριαρχεί ένας συρμός και μία τάση για εξαφάνιση των τοπικών χαρακτηριστικών. Απαιτείται εξομοίωση λαών και περιβαλλόντων με πίεση στους πολιτισμούς, οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με αυτό που επιβάλλεται από την παγκόσμια τάξη και τον λεγόμενο παγκόσμιο πολιτισμό. Οι ιδιαιτερότητες, το χαρακτηριστικό και οι πολιτισμικές ιδιομορφίες είναι, λοιπόν, αυτά τα πολύτιμα και αναντικατάστατα για πολλούς στοιχεία, τα οποία, πριν από μερικά χρόνια ο μοντερνισμός και σήμερα η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, θέτουν υπό αμφισβήτηση και ίσως υπό εξαφάνιση.
Η πόλη της Ξάνθης διαθέτει ορισμένα στοιχεία τα οποία έχουν, κατά τη γνώμη μας, μεγάλη σημασία στη σημερινή προβληματική, όπως σαν Έλληνες τη διαισθανόμαστε και όπως εμφανίζεται γενικότερα. Θέλουμε να πούμε ότι στην Ξάνθη, διατηρείται ένας εκτεταμένος οικισμός, αυτό που λέμε παραδοσιακό οικισμό, ο οποίος ίσως είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερα διατηρούμενος παρόμοιος οικισμός στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο. Ο οικισμός της Παλιάς Ξάνθης ίσως είναι το καλύτερα και πληρέστερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία, που διατηρείται στον ελλαδικό χώρο. Αφού βέβαια, έξω από τα ελληνικά σύνορα υπάρχει η Κωνσταντινούπολη.
Με την αντίληψη αυτή η πόλη της Ξάνθης είναι μία ιστορική μαρτυρία της ανόδου και του εκσυγχρονισμού των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα, μια εποχή ακμής και ανόδου του Ελληνισμού γενικότερα, κατά την οποία εμφανίζεται πάλι η χαρακτηριστική στους Έλληνες οικουμενικότητα. Η Ξάνθη οικοδομείται μετά τούς καταστρεπτικούς σεισμούς του 1829 πάνω στα ερείπια και με πυρήνα τις εκκλησίες, που υπήρχαν μάλλον από την εποχή της βυζαντινής Ξάνθειας.
Οι ρωμαίικοι πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συγκροτούνται με βάση το θεσμό των κοινοτήτων γύρω από την Εκκλησία. Ταυτόχρονα υιοθετούν μία αντίληψη για τον εκσυγχρονισμό, κατά την οποία οι ιδιαιτερότητές τους παραμένουν σε συμφωνία με την παράδοση. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και εξόχως επίκαιρο.
Οι Ρωμηοί γίνονται φορείς του εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανέρχονται για να αποτελέσουν, σε λίγες δεκαετίες, ένα μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμηοί φτάνουν να ελέγχουν, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά μεγέθη, όπως το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, τη μεταποίηση και το τραπεζικό σύστημα, ενώ το 1912 αποτελούν το 13% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, έχοντας δυσανάλογα μεγάλη οικονομική ισχύ σε σχέση με τούς αριθμούς τους. Στην πόλη της Ξάνθης κυριαρχούν απόλυτα και ελέγχουν την κατεργασία και το εμπόριο του καπνού. Παρά τούτο, εντυπωσιακή είναι η αρμονική συμβίωση στην πόλη, όπως και η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων. Οι Ρωμηοί δημιουργούν ένα εμπορικό, βιομηχανικό, οικονομικό και αστικό κέντρο και ανοικοδομούν την πόλη ως ένα χαρακτηριστικό οικισμό επηρεασμένο από τις δυτικές αισθητικές αντιλήψεις κατά την περίοδο της μπελ επόκ.
Η συνύπαρξη αρχιτεκτονικών ρυθμών από τη Δύση και την Ανατολή, ο εκλεκτικισμός και η μίμηση των αστικών προτύπων της Κωνσταντινούπολης και της Κεντρικής Ευρώπης είναι και σήμερα εμφανή στον προστατευόμενο διατηρητέο οικισμό της Παλιάς Ξάνθης. Πρόκειται για ένα οικισμό κτισμένο κυρίως μετά το 1870 από Ηπειρώτες και Μακεδόνες μαστόρους, οι οποίοι μεταφέρουν τις κατά παράδοση μορφές της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αλλά και πραγματοποιούν εντυπωσιακές κατασκευές σε σχέδια ξένων αρχιτεκτόνων. Η αίγλη των μορφών της Δυτικής Ευρώπης προς την οποία προσβλέπουν οι κοσμοπολίτες έμποροι του καπνού, όπως και η γοητεία του νεοκλασικισμού του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου μεταφέρεται στις αρχιτεκτονικές μορφές των νέων κτισμάτων. Αυτό που σήμερα σώζεται μένει, σε μεγάλο βαθμό, άθικτο χάρη στις προσπάθειες ορισμένων ανθρώπων, αλλά και χάρη στη συναίνεση των κατοίκων της πόλης.
Είναι, λοιπόν, η Παλιά Ξάνθη ένα δομημένο παράδειγμα ελληνικής ζωής, το οποίο δεν εξαφανίστηκε, όπως έγινε σε άλλες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου η γενικότερα της Ελλάδας. Μετά την οικονομική απογείωση της χώρας, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το ήδη δομημένο περιβάλλον στις ελληνικές πόλεις ανοικοδομήθηκε εκ νέου και έχασε τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του με τη δημιουργία ενός χώρου, ο οποίος συχνά έχει το χαρακτήρα του μη‑τόπου. Δηλαδή, δεν διαθέτει ιδιαίτερα πολιτιστικά και αισθητικά χαρακτηριστικά και δεν μπορεί να εσωτερικευθεί. Ήδη, όμως, βρισκόμαστε σε μία κατάσταση, στην οποία οι ιδιαιτερότητες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά γίνονται πάλι αξίες και αιτήματα αναγέννησης.
Για την πόλη της Ξάνθης η ύπαρξη ενός τόσο εκτεταμένου και σημαντικού οικισμού είναι ένα πλεονέκτημα και ένας πλούτος, ο οποίος ίσως δεν είναι γνωστός στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Ευτυχώς υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να αποτυπώσουν τον χαρακτήρα της πραγματικότητας αυτής και να την περιγράψουν. Αναφερόμαστε στις εκδόσεις που αφορούν την ιστορία, την περιγραφή και την έκφραση της πόλης, οι οποίες πιστοποιούν και ένα χαρακτηριστικό δυναμισμό της πόλης αυτής.

Η Μεγάλη Ιδέα του Νέου Ελληνισμού.

Οι αναφορές σήμερα στη Μεγάλη Ιδέα συνεπάγονται κατά κανόνα μια αρνητική διάθεση, αφού η Μεγάλη Ιδέα είναι σήμερα αντιληπτή ως αλυτρωτική ιδεολογία, ενώ ως έννοια φέρει το βάρος της εθνικιστικής της μορφής κατά την τελευταία καταστρεπτική της φάση. Ωστόσο, η Μεγάλη Ιδέα του Νέου Ελληνισμού έχει διαστάσεις που επιμένουμε να αγνοούμε. Η μεγάλη συμφορά της Ελλάδας της Συνθήκης των Σεβρών και η συνακόλουθη καταστροφή του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής, μας κάνουν να αισθανόμαστε αποτροπιασμό σε ό,τι αφορά στη δραματική επιχείρηση πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Επίσης, η ιδεοληπτική αντίθεση της ιδεολογικά κυρίαρχης ελληνικής αριστεράς, φέρει μέρος της ευθύνης για την άγνοια όλων των πλευρών της πραγματικότητας της Μεγάλης Ιδέας. Σήμερα, η συγκέντρωση του Ελληνισμού στην ευρωπαϊκή κοιτίδα του εξαφάνισε την αλυτρωτική βάση της Μεγάλης Ιδέας. Η φαναριώτικη αντίληψη της Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας μας είναι σήμερα άγνωστη και ακατανόητη, ενώ δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι η προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος από τούς Βενιζέλο-Λόϋδ Τζωρτζ ήταν αναπόφευκτη, παρά το τεράστιο σφάλμα του Βενιζέλου να επιδιώξει τη Μικρασιατική εμπλοκή. Δεν θέλουμε να αναφερόμαστε στο ότι ο Ελληνισμός στηρίχθηκε κατά την Τουρκοκρατία στην πίστη μιας αναπόφευκτης ιστορικής δικαίωσης, ήγουν στη Μεγάλη Ιδέα. Ούτε θέλουμε να αναγνωρίσουμε ότι προϋπόθεση της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους και κεντρική ιδεολογία του είναι η Μεγάλη Ιδέα. Κατηγορούμε τη Μεγάλη Ιδέα, χωρίς να κατανοούμε ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικισμούς. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που πάντα βρίσκεται μαζί με την ιστορική κρίση ταυτότητας του Ελληνισμού, χαρακτηρίζει τούς στόχους του για αιώνες, και συνεχίζει να τούς χαρακτηρίζει ακόμη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή : πρόκειται για τη θέση της Ελλάδας και, κυρίως, για τη θέση του ελληνικού πολιτισμού στα πράγματα της Ανατολής αλλά και της Δύσης.Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος, λίγο πριν τη μεγαλειώδη και συγκινητική είσοδό του στην απελευθερωμένη από τη λατινική κυριαρχία Κωνσταντινούπολη, (15 Αυγούστου 1261), διαγράφει σε λόγο του τα μελλοντικά πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, υπαινισσόμενος ένα αίτημα της ελληνικής πραγματικότητας ως πολιτικού και πνευματικού οδηγού ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή και αναζητώντας, για μία τελευταία φορά, την ηγετική μας θέση στη διεθνή σκηνή. Εδώ, στην αυγή του Νέου Ελληνισμού, συναντάται το όραμα του Μιχαήλ Παλαιολόγου με την ανάδειξη από τον Πλάτωνα, κατά την ελληνική αρχαιότητα, της μυθικής συμβολικής Αθήνας ως υπερασπίστριας της κοσμικής τάξης.Σήμερα, κάτι ανάλογο φαίνεται να βρίσκεται έξω από τα όρια του Ελληνισμού. Για ένα τέτοιο κοσμοϊστορικό εγχείρημα απαιτούνται προϋποθέσεις, όπως η μάλλον αδύνατη διάλυση του τουρκικού εθνικιστικού μορφώματος, καθώς και η υπέρβαση της καθολικής κρίσης του Ελληνισμού. Επί πλέον, η σημερινή Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται μόνο από λίγα εκατομμύρια ανθρώπους και τα όποια επιτεύγματά μας δεν γίνονται γνωστά. Πλην, ο Νέος Ελληνισμός διατηρεί παραδόξως τον ιδεολογικό πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Αν και το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πρόσφατη προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται να στερείται τελεσίδικα ιστορικής δικαίωσης. Παραδόξως όμως, η συνείδηση του έθνους που υπήρξε μεγάλο, είναι ζωντανή. Μόνιμη αναφορά μας είναι ο μέγιστος κλασικός πολιτισμός και το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας. Υπάρχει, πάντα και παντού, η αίσθηση της αναπόφευκτης αποκατάστασης στα βάθρα, στα οποία όχι μόνο για μία στιγμή, είχαμε ανυψωθεί. Γι’ αυτό οι κατηγορίες για εθνική μεγαλομανία είναι μάλλον άδικες, αν και μας κυνηγά πάντοτε η αντίληψη του "βασιλικού γένους", που είναι, βέβαια, μία επικίνδυνη αντίληψη. Το ζήτημα του μέλλοντος του Ελληνισμού τίθεται έτσι ασυνειδήτως σε διαχρονική βάση : σε αυτή της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, του μεγαλείου και της υποθήκης της παράδοσης.

Ο αρχαίος κόσμος χωρίς την ελληνική γλώσσα.

Θα αναφερθούμε στον άτλαντα του αρχαίου κόσμου, τον οποίο εξέδωσε το 2000 το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και που ονομάζεται Ατλας του Barrington. Ονομασία που δώθηκε από ένα από τα ιδρύματα που χρηματοδότησε το όλο έργο.


Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας και σημασίας συλλογικό έργο, με το οποίο επιχειρείται η χαρτογράφηση του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, από την Καληδονία και την Ισπανία, μέχρι την Αιθιοπία, τη Βακτρία και την Ινδική υποή­πει­ρο και από τη Γερμανία και τη Σκανδι­ναβία μέχρι τη Μαυριτανία, τη Νουμιδία και την Αραβία. Ο χώρος αυτός εκτείνεται σε 75 σύγχρονα κράτη και η χαρτογράφησή του αφορά χρονολογικά την περίοδο από την αρχαϊκή Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και την τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο­ρίας. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ιστορικό άτλαντα, αλλά για γεωγραφική απεικό­νιση με ιστορικές αναφορές. Ο Άτλας Barrington φιλοδοξεί να είναι η πληρέ­στε­ρη μέχρι σήμερα χαρτο­γράφηση του αρχαίου κόσμου. Οι υπάρχον­τες ανάλογοι άτλαντες είναι ο σύγχρονος Tübinger Atlas des Vorderen Orients και η ανατύπωση του Άτλαντα του Heinrich Kiepert, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Ο σκοπός του Άτλαντα Barrington είναι να πραγματοποιήσει μία παρά­σταση του χώρου με τα φυσικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου με βάση όλα τα τεκμηριωμένα ιστο­ρικά, επιγραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το έργο αυτό απευ­θύνεται σε βιβλιοθήκες, πανεπι­στή­μια, ειδικούς μελετητές, αλλά και τη μερίδα του κοινού που ενδια­φέρεται για την αρχαιότητα. Άλλωστε, η τιμή του χάρτη τον καθιστά σχετικά προσιτό στο ευρύ κοινό.
Ο Άτλας Barrington αποτελείται από 102 χάρτες οι οποίοι καταλαμ­βά­νουν 175 σελίδες, συμπληρώνεται με ευρετήριο ονομάτων και συνο­δεύεται από δυο τόμους με σύνολο 1500 σελίδων με σχόλια, πηγές και βιβλιο­γραφία που καλύπτουν σχεδόν κάθε τοπωνύμιο του Άτλαντα, από τα 26000 που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο. Τα σχόλια με τις πηγές και τη βιβλιο­γρα­φία δίδονται χωριστά ανά χάρτη και, επιπροσθέτως, δίδονται και σε ηλεκτρο­νική μορφή (σε CD-Rom).
Οι χάρτες έχουν σχεδιαστεί από ένα εντυπωσιακό διεθνές σώμα από 140 περίπου ερευνητές, των οποίων έκαστος έχει καλύψει τον γεω­γραφικό χώρο της ειδίκευσής του. Σημειώνουμε ότι μόνον δύο από το σύνολο των 140 ερευνητών είναι Έλληνες. Οι χάρ­τες σχεδιάστηκαν σε κλίμακα 1:500.000 και 1:1.000.000, με εξαίρεση τις περιοχές των Αθηνών, της Ρώμης και του Βυζαντίου/Κωνσταν­τινούπολης, για τους οποίους ή κλίμακα είναι 1:150.000. Επίσης, λίγοι γενικοί ή περιφερειακοί χάρτες σχεδιάστηκαν σε κλίμακα 1:5.000.000 ή 1:10.000.000. Οι χάρτες είναι γεωφυσικοί και περιλαμβάνουν υψομετρικές καμπύλες. Ο Άτλας Barrington δεν συμπεριλαμβάνει σχέδια πόλεων, κάτι που ίσως είναι απαραίτητο σε ένα έργο τέτοιας πληρότητας και τέτοιας κλίμακας.
Ο Άτλας Barrington πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (Η.Π.Α.), υπό την διεύθυνση του ιστορικού Richard J.A. Talbert, καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο και κόστισε ένα σημαντικό ποσό.
Η εκπόνηση και η εκτύπωση των χαρτών είναι πολύ καλές και αισθη­τικά ικανοποιη­τικές, χωρίς όμως να προσθέτουν τίποτε στη μέχρι σήμερα χαρτογραφία. Η βιβλιογραφία, οι πηγές, οι αναφορές και τα ευρετήρια είναι πολύ καλά και χρηστικά οργανωμένα.

Η πληρότητα των χαρτών του άτλαντα του Barrington είναι μεν εντυπωσιακή, μας αφήνει, όμως, όπως και για τους υπόλοιπους χάρτες, την υπο­ψία ότι κάτι λείπει, ότι κάτι δεν είναι οικείο. Αναφέρουμε μερικά σημεία που κατά τη γνώμη μας δημιουργούν την εντύπωση της ατέλειας:
― Οι μελετητές δεν αναφέρονται σε όλη την πρόσφατη και σύγ­χρονη ελληνική βιβλιογραφία. Ίσως γιατί δεν γνωρίζουν τη Νέα Ελληνι­κή. Στην τεκμηρίωση των χαρτών δεν αναφέρονται ελληνικά περιοδικά ή τοπικές εκδόσεις. Ακόμη και άρθρα δημο­σιευμένα σε διεθνή ιστορικά περιοδικά έχουν παραληφθεί. Αρκετά αρχαία τοπωνύμια δεν αναφέρονται στον χάρτη, όπως π.χ. η Ορεστειάς (ή Ορεστιάς). Αλλά σημειώνουμε και παράλειψη της Κωνσταντινού­πολης ως Νέας Ρώμης, αφού αυτό είναι το επίσημο όνομά της.
― Δεν γίνεται πουθενά αναφορά στις ποικίλες μορφές των ελληνικών τοπωνυμιών (π.χ. μόνον Bisanthe/Rhaidestos ,όχι Βισάνθη/‘Ραιδεστός), ενώ παραλείπονται: η ‘Ρησιστός, η ‘Ροσιστός, το ‘Ραιδεστός, ή μεταγενέστερα, το Ραιδεστό, η Ροντόστος, το Ροντόστο, το Ροντοστό· επίσης μόνον Serreion Teichos/Ganos (όχι Σέρρειον Τείχος/ Γάνος), ενώ παραλείπονται τα: ο Γάν(ν)ος, η Γάν(ν)ος, το Γάν(ν)ος, η Γανίας, η Γανίδα, η Γανιάδα καί η Γανιάς.
― Δεν καταγράφονται ούτε αναφέρονται μνημεία, όπως π.χ. οι τύμβοι της θρακικής υπαίθρου. Τέτοια μνημεία δεν καταγράφονται σε πολλούς χάρτες του Άτλαντα (με χαρακτηριστική περίπτωση τους χάρτες της Αιγύπτου). Ωστόσο, καταγράφεται αριθμός μακεδονικών φρουρίων – οχυρών στην κάτω Ροδόπη / περιοχή Νέστου. Επίσης καταγρά­φονται μακρές οχυρώ­σεις, λατομεία, μεταλλεία, δρόμοι και γέφυρες, ενώ στον χάρτη της Αττικής καταγράφονται και οι ναοί.
― Σε σχέση πάλι με την ελληνική γλώσσα, κακή εντύπωση δημιουργεί το πλήθος των λαθών και οι αβλεψίες, όπου στην βιβλιογραφία ανα­γράφονται ελληνικά. Αυτό, βέβαια, είναι αδικαιολόγητο για ένα τόσο σοβαρό έργο, μεγάλης κλίμακας, για το οποίο επιστρατεύτηκαν άφθονα μέσα.
― Είναι κατά τη γνώμη μας, εμφανής η απουσία της ελληνικής γλώσ­σας και της ελληνικής γραφής από τα τοπωνύμια, αφού όλα αναφέ­ρονται με τη λατινική – αγγλική εκδοχή. Οι ονομασίες, όπως και οι λέξεις, φέρουν σημασιολογική, εννοιολογική και συναισθηματική φόρτι­ση, αλλά και τον τρόπο μέσα από τον οποίο προσεγγίζουμε την ουσία τους. Όταν τα πράγματα ονομάζονται αλλιώς, τα πράγματα αλλοτριώ­νονται. Θα προτιμούσαμε την παρά­θεση των ελλη­νικών ονομάτων στην ελληνική. Αυτό θα είναι ένας Άτλαντας του Ελληνικού Κόσμου.

Η χρήση της ελληνικής γλώσσας αφορά σε ένα γενικότερο μεθοδο­λογικό και φιλο­σοφικό ζήτημα και ίσως εδώ θα είχαμε μία ευκαιρία για να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, που οδηγούν όμως πολύ μακριά.
Η απουσία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής γραφής σε έναν Άτλαντα του Ελληνικού Κόσμου της αρχαιότητας, αποκαλύπτει, κατά την γνώμη μας, ουσιαστικά προβλήματα τα οποία χαρακτηρίζουν την μακραί­ωνη ελληνική παρουσία.
Θα αναφερθούμε στην πρόσφατη μεταστρουκτουραλιστική / μετα­μοντέρνα αντίληψη, αλλά και στην παλαιότερη αναλυτική φιλοσοφία, οι οποίες υποστηρίζοντας ότι η πραγματικότητα δομείται μέσω της γλώσσας, μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε τις ονομασίες ως φέρου­σες οντολογικό περιεχόμενο και βάρος. Κατά τον Μάρτιν Χάιντεγγερ η γλώσσα ως «οίκος του Είναι» δημιουργεί μία μεταφυσική αντανάκλαση στη σχέση της με τα όντα. Ωστόσο, δύο διαφορετικές γλώσσες, πού πηγάζουν από διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις, δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά ριζικά διάφορες ως προς τη φύση τους και τη μεταφυσική τους σχέση προς τα όντα. Ακόμη, σύμφωνα με την ολιστική άποψη για τη γλώσσα, διαφορετικά γλωσσικά συστήματα δημιουργούν διαφορετικά συστήματα νοηματοδότησης μέσα σε διαφο­ρετικά περιβάλλοντα. Αυτό σημαίνει ένα πολιτισμικό σχετικισμό, όπου διαφορετικές γλώσσες και ονομασίες δομούν διαφορετικές κοσμο­αντιλήψεις.
Η πολιτισμική διαφοροποίηση προς την Δύση και την Ανατολή λοιπόν, ως μόνιμο χαρακτηριστικό του ελληνικού κόσμου και αποτέ­λεσμα της ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, σημαίνει και διαφορετική αντί­ληψη των ελληνικών πραγμάτων, όταν αυτά περιγράφονται μέσω μιας ξένης γλώσσας.
Στις διαπιστώσεις αυτές έρχεται να προσθέσει μία ακόμη επιβε­βαίωση ο Άτλας Barrington, ο οποίος συντάχθηκε από πολυεθνικό επιστημονικό επιτελείο και απευθυνόμενος σε διεθνές κοινό μας γεννά την αίσθηση μιας παρουσίασης που δεν μας φαίνεται ακριβής και μοιάζει ξένη προς ό,τι θεωρούμε δικό μας και αντιλαμβανόμαστε ως οικείο.

Ο μύθος του Πλάτωνα γιά την Ατλαντίδα.

Φιλόδοξους λόγιους, ανήσυχους ερευνητές, αλλά και κάθε είδους μυθομανείς, ευφάνταστους ψευδοεπιστήμονες και παραδοξολόγους αποκρυφιστές τροφοδοτεί για αιώνες η περιγραφή της Ατλαντίδας από τον Πλάτωνα στους διαλόγους του «Τίμαιος» και «Κριτίας». Η ατλαντιδολογία και η αντλαντιδομανία έχουν δώσει αφορμή στην έκδοση χιλιάδων βιβλίων και σε ατέρμονες συζητήσεις, επιστημονικές και μη. Τελείως πρόσφατα, ο γνωστός διανοούμενος και κλασικιστής Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, μετά από πολύχρονη μελέτη του θέματος, δημοσίευσε περισπούδαστη, πλην παράδοξη μελέτη για την ιστορία και την εξέλιξη του θέματος. Πού δεν είναι, βέβαια, άλλο από το πού βρισκόταν η Ατλαντίδα και πότε.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μνημειώδη σύγχυση του τι είναι μύθος και του τι είναι ιστορία και σε μια πλημμυρίδα μελετών και εκδόσεων που ξεκινούν από σαφείς παρερμηνείες. Γιατί ο συμβολισμός του μύθου, – που ήθελε να διατυπώσει ο Πλάτων – σπάνια συζητείται. Είναι μάλλον σαφές ότι πρόθεση του Πλάτωνα δεν ήταν η ιστορία και η ιστορική γεωγραφία. Ο ίδιος μάλιστα είχε μια απέχθεια για την ιστορία καθεαυτή.


 Πρόθεση του Πλάτωνα φαίνεται να ήταν μια μυθική πολιτική διήγηση. Σ’ αυτήν τα τότε πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, όπως οι Περσικοί πόλεμοι και η ανάδειξη της Δημοκρατίας στην Αθήνα παίρνουν μυθικό συμβολικό χαρακτήρα. Με τον μύθο του της Ατλαντίδας ο Πλάτων αντιπαρατάσσει τον ελληνικό κόσμο στο πολιτικό και πολιτισμικό του αντίθετο. Ο μύθος τοποθετείται σε μια μακρινή προϊστορική εποχή, η οποία έχει ξεχασθεί. Η διήγηση γίνεται από Αιγύπτιο ιερέα που κατέχει τη χαμένη γνώση. Πρόκειται για μια εξιστόρηση, κατά την οποία το ορθό φρόνημα, το ήθος και η ανδρεία των ολιγάριθμων προϊστορικών Αθηναίων σώζουν την Ευρώπη και την Ασία από την κατακτητική επιδρομή των βασιλέων της νήσου Ατλαντίδας, που διαθέτουν απεριόριστους υλικούς πόρους και απόλυτη υπεροχή σε μηχανικά στρατιωτικά μέσα. Η κατ' εξοχήν ελληνική "πόλις", η Αθήνα, "πρόσφορος αρετή και φρονήσει", που έχει "πολλά ήμερα υψηλά δένδρα", αντιμετωπίζει μόνη τη βαρβαρική, ιμπεριαλιστική Ατλαντίδα, η οποία με τεράστια τεχνικά έργα έχει υποτάξει τη φύση στις υβριστικές επιδιώξεις της κυριαρχίας, της δύναμης, της πολυτέλειας και των απολαύσεων. Η περιγραφή της μυθικής Αθήνας, ως ιδεώδους πόλης και ως υπερασπίστριας της κοσμικής τάξης μέσα στον ορίζοντα της ιστορίας από τον Πλάτωνα, εκθειάζει το μέτρο, την αυτάρκεια και την περιφρόνηση των μεγεθών απέναντι στην πόλη της Ατλαντίδας, η οποία αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική τάξη με την ύβρη των μεγεθών και την επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας.

Πρόκειται για τη διατύπωση μιας μορφής μεγάλης ιδέας, σύμφωνα με την οποία η προϊστορική Αθήνα αναλαμβάνει ένα κοσμοϊστορικό ρόλο.Δεν είναι γνωστό το πώς κατόρθωσε η προϊστορική Αθήνα να κάμψει, μόνη και εγκαταλειμμένη από συμμάχους, τη δύναμη των Ατλάντων και πώς αντιμετώπισε την τεχνολογική και οικονομική τους υπεροχή, γιατί ο διάλογος "Κριτίας" παρέμεινε ημιτελής. Ωστόσο, η διήγηση είναι σαφής στο ότι την τελική νίκη των Αθηναίων συνόδευσε επέμβαση της Δίκης, μέγας κατακλυσμός, καθολική καταπόντιση και εξαφάνιση της Ατλαντίδας και γεωλογική καταστροφή, με διακοπή της ιστορικής συνέχειας της πόλης των Αθηνών.

Για μας σήμερα, το αντίστοιχο της Ατλαντίδας, όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα, δεν βρίσκεται στην εποχή του, ούτε στις ανατολικές βαρβαρικές μοναρχίες που το προαναγγέλλουν, αλλά στην ελληνορωμαϊκή εποχή και στη σύγχρονη πραγματικότητα˙ και ιδίως βρίσκεται στη σημερινή οικολογική πραγματικότητα, που, βέβαια, είναι έξω από ο,τιδήποτε μπορούσε ο Πλάτων να φανταστεί. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η απαισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος, ως μία κατάσταση έξω από το μέτρο, το μέσον, το πρέπον και την κοσμική τάξη, πράγμα που μόνο με ελληνικό τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά πάλι με αποτέλεσμα τη διακοπή της ιστορικής συνέχειας μετά από μία αναπόφευκτη σύγκρουση και καθολική καταστροφή. Έχουμε εδώ, τη σαφώς ελληνική αντίληψη, της χωρίς νόημα ιστορικής πορείας, που διακόπτεται και επιστρέφει ξανά στην αρχή.Η απόρριψη της κυριαρχίας της τεχνικής από τον Πλάτωνα, η καταδίκη της ιδέας της υποταγής της φύσης ως ιδέας βαρβαρικής, όπως και η δομή του μύθου σε σχέση με τα μεγάλα θέματα του αποκρυφισμού, είναι ίσως οι λόγοι που ο σημαντικός αυτός μύθος παραμένει μόνο στη διάθεση της αφελούς παραφιλολογίας και του παραδοξολογικού αποκρυφισμού.

Τα πειράματα στο CERN, ανεπίκαιρα;

Πολλά και μεγάλα είναι τα ερωτήματα που γεννούν οι ειδήσεις οι σχετικές με τα φιλόδοξα πειράματα στο CERN και την τερατώδη μηχανή που θα τα πραγματοποιήσει. Πού μπορεί να οδηγήσει η σύγχυση φυσικής επιστήμης και μεταφυσικής; Ποιά εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε στη χρήση των ευρημάτων της φυσικής επιστήμης μετά τις εμπειρίες του 20ού αιώνα; Πόσο αναγκαία είναι η ανάλωση τέτοιων ερευνητικών πόρων, τη στιγμή που ανατρέπεται η οικολογική ισορροπία στον πλανήτη; Και, πόσο συμβιβάζονται τέτοιες προσπάθειες με τις σύγχρονες αντιλήψεις και ανάγκες ;
Τα πειράματα αυτά είναι τόσο φιλόδοξα ώστε να αναζητούν μία περιγραφή της γέννησης του σύμπαντος και τη γνώση ενός ενιαίου αξιώματος για την ερμηνεία της φύσης, πράγμα που σημαίνει την επαναδιατύπωση των βασικών φυσικών νόμων. Και, βέβαια, όλα αυτά συνεπάγονται την επικίνδυνη δυνατότητα που δημιουργείται για την περαιτέρω αποδέσμευση των δυνάμεων που περικλείονται στον φυσικό άπειρο μικρόκοσμο. Είναι σαν να επιστρέφουμε στη θετικιστική αισιοδοξία του 19ου αιώνα. Αισιοδοξία που διαψεύσθηκε πικρά από την τερατώδη δυνατότητα αυτοκαταστροφής που αποκτήθηκε και, έκτοτε, συνεχίζει να βυσσοδομεί κατά των πάντων και να μας απειλεί συλλήβδην όλους. Η φυσική επιστήμη, ως προϋπόθεση της τεχνικής, υπέταξε τη φύση και απελευθέρωσε, προς χάρη πολιτικών σκοπιμοτήτων, δαιμονικές δυνάμεις, ικανές να οδηγήσουν με πολλούς τρόπους στην καθολική καταστροφή. Τελικώς, η τεχνική υποκατέστησε τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, η οποία νοείται ως πεδίο επιβολής και εκμετάλλευσης. Αλλά και η ίδια η γνώση της φύσης, – όπως και όση αποκτήθηκε –, είναι αμφίβολη και αμφιλεγόμενη. Ισχύει σε όλο το σύμπαν το ανεξήγητο γεγονός ότι ο κόσμος είναι νοητός; Ισχύει σε όλο το σύμπαν η αρχή της αιτιότητας; Τα στοιχειώδη σωματίδια είναι ύλη, κυματισμός, ή σχέση συμμετρίας, και πόσο πραγματικά είναι, πέρα από μαθηματικά μοντέλα; Όλη η περιγραφή του φυσικού μικρόκοσμου και των στοιχειωδών σωματιδίων βασίζεται σε μαθηματική προσομοίωση και σε πειράματα, στα οποία δεν παρατηρείται η ίδια η ύλη, αλλά τα αποτελέσματα της παρουσίας της. Η μαθηματική προσομοίωση ως υπόθεση αντικαθίσταται με την εμπειρική διαπίστωση ώστε να προβάλλει ως φυσική γνώση. Οι φυσικοί νόμοι, όπως τους διατυπώνει η φυσική επιστήμη, εδραιώνονται σε εμπειρικά δεδομένα και είναι απλές υποδείξεις συμπεριφοράς. Τελικώς, οι περιγραφές των φυσικών μεγεθών σε μοριακή και γαλαξιακή κλίμακα «δεν δείχνουν τίποτε περισσότερο από τη γνώση του πώς αντιδρούν οι δείκτες μέτρησης». Η αρχή του σύμπαντος και η φύση της ύλης παραμένουν, λοιπόν, σήμερα τόσο αινιγματικά, όσο αινιγματικά ήταν σε όλο τον ορίζοντα της ιστορίας. Κατά τον Ηράκλειτο «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Αμφιβάλλει κανείς στο ότι παρά τις έρευνες και τις ανακαλύψεις η φύση συνεχίζει να κρύβεται; Ο Πασκάλ διαπιστώνει ότι «η αιώνια σιγή του άπειρου χώρου με γεμίζει τρόμο». Αρνείται κανείς το υπαρξιακό δέος μπροστά στα μεγέθη του σύμπαντος παρά τις ανακαλύψεις της επιστήμης;
Όμως, παρά την υπερβολή και την άγνοια, ακόμη και οι εσχατολογικές και αποκαλυπτικές κινδυνολογίες που συνόδευσαν την αναγγελία των πειραμάτων φαίνεται να έχουν δικαιολογίες. Υπάρχει το γεγονός της ύβρης με την απομίμηση της Δημιουργίας, ενώ κανείς επιστημονικός λόγος δεν φαίνεται να είναι ικανός να μας πείσει ότι αυτοί που σχεδίασαν τα πειράματα έχουν πλήρη και αδιαμφισβήτητη γνώση του τι αυτά σημαίνουν και ποιες επιπτώσεις μπορούν να έχουν. Τι ισχύ έχει αυτή η γνώση της φύσης, αφού δεν είναι παρά μόνο μία άποψη της φύσης ως τρόπος αντίδρασης σε μια τεχνική πρόκληση;

Χαρακτηριστικά του Δυτικού Πολιτισμού είναι ο άκρατος ορθολογισμός, η συνεχής ανησυχία και η απεριόριστη επέκταση. Τέτοιες πολιτισμικές προϋποθέσεις νομοτελειακά οδηγούν στην αντίληψη για την υποταγή της φύσης και την ανάγκη για παγκόσμια κυριαρχία. Ο κόσμος απομυθοποιείται και περιορίζεται στα μετρήσιμα εμπειρικά του χαρακτηριστικά. Η επιστήμη υποτάσσεται σε πολιτικές σκοπιμότητες και υποβαθμίζεται σε εργαλειακούς ρόλους, που εξυπηρετούν σκοπούς που βρίσκονται έξω από αυτήν. Αλλά η μοίρα του άκρατου ορθολογισμού είναι ο καθολικός ανορθολογισμός, που σήμερα έχει τη μορφή της ανατροπής της οικολογικής ισορροπίας μέσα σε μία κατάσταση όπου διακυβεύεται το μέλλον του ανθρώπου και η πνευματική και βιολογική του παρουσία.

Παρά τους ενθουσιασμούς και την αισιοδοξία των επιστημόνων, η μεγάλη αφήγηση του Διαφωτισμού, σύμφωνα με την οποία η εξήγηση του φυσικού περιβάλλοντος θα δώσει στον άνθρωπο απεριόριστες δυνατότητες, βρίσκεται σε αδιέξοδο και σε κρίση. Η μεταφυσική σκέψη και ο μύθος επιστρέφουν από την εξορία που τους επέβαλε ο μοντερνισμός.