Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Οι ευθύνες για την αποτυχία μας.

Η Ελλάδα δεν έχει καμιά δικαιολογία. Μετά τη μεταπολίτευση υπήρχαν διαθέσιμα για την Ελλάδα όλα τα μέσα τα απαραίτητα για να συγκλίνει η οικονομία της προς τις οικονομίες της υπόλοιπης Ευρώπης και να αναπτυχθεί η χώρα ανάλογα: η απογείωση της εθνικής οικονομίας κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 είχε θέσει τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας, καθώς και εξαγωγικών παραγωγικών κλάδων. Επιπλέον, μία μοναδική ιστορική ευκαιρία έχει εμφανισθεί: η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμαινε και την παροχή άφθονου χρήματος με τη μορφή προγραμμάτων και «πακέτων», ώστε να εκσυγχρονισθούν οι παραγωγικές δομές, να υποστηριχθούν νέοι παραγωγικοί κλάδοι, να βελτιωθεί δραστικά η υποδομή και, τελικά, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την προσέγγιση στους οικονομικούς δείκτες των προηγμένων χωρών. Χώρες, τις οποίες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους τις βλέπαμε σαν πρότυπα και σαν απόμακρους στόχους. Φαινόταν έτσι να δικαιολογείται επί τέλους η επιλογή του νέου ελληνικού κράτους να στραφεί στη Δύση και να τοποθετήσει τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης στο βάθρο του προτύπου. Η προσέγγισή μας προς τις δυτικές χώρες και η τελική ένταξή μας στο δυτικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα θα μπορούσε έτσι να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη του κατά παράδοση ελληνικού πολιτισμού και να αντισταθμίσει, ως ένα σημείο, την απώλεια της ανατολικής διάστασής μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η χώρα είχε τότε ένα όραμα που βασιζόταν στην έξαρση της δεκαετίας του 1960 και τις ελπίδες που είχε γεννήσει.

Η σημερινή θλιβερή πραγματικότητα, όμως, φαίνεται να ακυρώνει τις προοπτικές που εμφανίστηκαν μετά τη δεκαετία του 1970. Όχι μόνο δεν επετεύχθη ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας μας, αλλά φθάσαμε να γίνουμε η χώρα όπου κάθε παραγωγή είναι προβληματική. Οι εξαγωγές μας συρρικνώνονται. Το πολιτικό μας σύστημα αδυνατεί να στηρίξει συναινετικές λύσεις στα προβλήματα της παιδείας, της υγείας και της άμυνας. Παρά τις τεράστιες επενδύσεις, η κατάσταση στις πόλεις επιδεινώνεται με εφιαλτικά αποτελέσματα για την ποιότητα ζωής, το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Έλληνα. Οι γύρω μας εθνικισμοί βυσσοδομούν εναντίον μας, αφού η οικονομία μας έπαψε να αποτελεί συντελεστή της ισχύος μας. Έχουμε φθάσει σε σημείο όπου ένας αδηφάγος και αναποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός να χρειάζεται σε μόνιμη βάση δάνεια, ώστε να μπορεί να λειτουργεί. Η πρακτική του δανείου βασίζεται πάνω στην αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης ή σχετίζεται με την πραγματοποίηση ενός έργου το οποίο θα γεννήσει πλούτο, ώστε το ίδιο το έργο να βοηθήσει στην αποπληρωμή και το κόστος του δανείου. Με μία τερατώδη αδιαφορία, ως προς τις συνέπειες της πράξης, εμείς δανειζόμαστε ως κράτος για να αντιμετωπίσουμε τα πληθωρικά ποσά που θέλουμε να κατασπαταλούμε, ώστε να συνεχίσουμε την πρακτική της ανευθυνότητας και της διαφθοράς.

Αυτή φαίνεται να είναι η κατάληξη και το αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών που εφαρμόσθηκαν από το πολιτικό μας σύστημα κατά την δεκαετία του 1980. Και δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένους κομματικούς μηχανισμούς, αλλά στη γενική αντίληψη της νομής της εξουσίας και του διαβόητου και ολέθριου πολιτικού κόστους. Επιχειρήθηκε και επεβλήθη μία ανατροπή των αξιών όπου η κομματική λογική και η κομματική πολιτική τέθηκαν ως αδιαμφισβήτητοι όροι της πολιτικής πρακτικής. Στην πράξη δημιουργήθηκε μία κατάσταση όπου οι πολιτικές αποφάσεις του εκάστοτε κυβερνητικού σχηματισμού ετέθησαν στο απυρόβλητο και η καταλήστευση και η κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου θεωρήθηκαν ως φυσικά και νόμιμα δικαιώματα των κυβερνώντων. Η οικογενειοκρατία εδραιώθηκε ως φυσιολογική πρακτική και συντεχνιακό δικαίωμα των επαγγελματιών της πολιτικής. Η σύγκρουση συμφερόντων είναι πια κανόνας για τους πολιτικούς μας. Η διαχείριση του κράτους άρχισε να μοιάζει με ατομικό δικαίωμα των πολιτικών. Δεν υπάρχουν πλέον σκοπιμότητες, άλλες από την εξασφάλιση της εξουσίας και τη νομή της. Η επιδίωξη της εξουσίας συνεπάγεται τρόπους κατά βάση αντιδημοκρατικούς, ενώ το πολιτικό σύστημα παραμένει στεγανό. Οι γενναιόδωρες παροχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατέθηκαν σε σκοπούς αλλότριους και εξανεμίσθηκαν, ανεβάζοντας μόνο τους καταναλωτικούς δείκτες, όσον αφορά τα είδη πολυτελείας.

Μια ιδιαίτερη πλευρά του προβλήματος αποτελεί η αδιαφορία ή η συνενοχή των πολιτών. Δεν υπήρξε καθολική συναινετική αντίδραση των πολιτών στην καταρράκωση των ηθών και τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν. Η εξαθλίωση και ο εκτροχιασμός των κομμάτων εξουσίας δεν τιμωρήθηκαν ανάλογα από τους ψηφοφόρους. Αντ’ αυτού, το σύστημα εναλλαγής των δύο κομμάτων στην εξουσία συνέχισε να λειτουργεί. Παράλληλα, ο διαχειριστικός και ηθικός εκτροχιασμός των κομμάτων χρησιμοποιήθηκε σκανδαλοθηρικά και μόνο ως ψηφοθηρικό επιχείρημα από την αντίθετη παράταξη, η οποία νομιμοποιήθηκε για ανάλογες υπερβολές όταν αναρριχήθηκε πάλι στην εξουσία. Η διαφθορά γεννά τέρατα: αν κάποιος καταφύγει σε δάνεια για να τα κατασπαταλήσει είναι κατά την κοινή λογική άφρων ή αχρείος. Για τα πολιτικά μας πράγματα η προσφυγή σε δανεισμό και η κατασπατάληση του είναι απλή πολιτική επιλογή.

Η κατάσταση οδηγείται νομοτελειακά σε κρίση. Οι δράσεις που επιστρατεύονται για να μας βγάλουν από τα σημερινά αδιέξοδα δεν αναιρούν τα αίτια και βασίζονται πάνω σ’ αυτά. Το σημερινό πολιτικό μας σύστημα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κρίση. Πρόκειται για την αρχή μιας κάθαρσης; Και ποιό θα είναι το τίμημα; Οπωσδήποτε, χρειαζόμαστε μία κάθαρση, αλλά και ένα όραμα.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Άνοιγμα της Κίνας προς τον παγκόσμιο ωκεανό.

Ο ανήσυχος και δυναμικός Δυτικός Πολιτισμός βρίσκεται πάντα ανοικτός προς τις θάλασσες και είναι Μεσογειακός και Ατλαντικός. Η κυριαρχία του αγγλοσαξονικού κόσμου στους ωκεανούς χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Πιο πριν μάλιστα, η Μεγάλη Βρετανία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο εμπορικό και στο πολεμικό της ναυτικό. Οπωσδήποτε, μετά τον 18ο αιώνα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία και, πιο πρόσφατα, η Σοβιετική Ένωση αμφισβήτησαν, χωρίς επιτυχία, την αγγλική και την αμερικανή κυριαρχία στους ωκεανούς. Είναι χαρακτηριστική η στρατηγική των αντιπάλων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση της ιστορίας. Οι νικητές του πολέμου ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία διατήρησαν την ναυτική υπεροχή τους σε όλη τη διάρκειά του, άλλωστε αυτή δύσκολα αμφισβητήθηκε. Σε συμφωνία με την αγγλοσαξονική γεωπολιτική αντίληψη, οι τελικοί νικητές κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανεξάρτητα από την έκβαση του χερσαίου πολέμου στην ευρασιατική ηπειρωτική μάζα. Το πάγιο γεωπολιτικό δόγμα του αγγλοσαξονικού κόσμου διατυπώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά εφαρμόσθηκε με συνέπεια πολύ πριν. Το δόγμα αυτό, με λίγα λόγια, υποστηρίζει την ναυτική κυριαρχία στις θάλασσες που περιβάλλουν το ευρασιατικό ηπειρωτικό σύνολο (παγκόσμια νήσος). Η χερσαία στρατιωτική δύναμη που ενδέχεται να κυριαρχήσει στο κεντρικό τμήμα της Ευρασίας (καρδιά) θα έχει την δυνατότητα να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία με την έξοδό της στα λιμάνια που έχουν πρόσβαση στις θάλασσες (παγκόσμιος ωκεανός). Πρόκειται για μια γεωγραφία της ισχύος και για αντίληψη που επιβάλει το άνοιγμα προς τον κόσμο, τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων και την απόκτηση τεχνολογίας και επιρροής.

Στο σχήμα αυτό εντάσσονται οι προσπάθειες της τσαρικής και της σοβιετικής Ρωσίας, όπως και της Γερμανίας, να αποκτήσουν την κυριαρχία της ευρασιατικής ηπείρου και την έξοδο στους λιμένες που οδηγούν στους ωκεανούς. Το Ανατολικό Ζήτημα ερμηνεύεται, ως ένα σημείο, με τη σχηματοποίηση της παγκόσμιας γεωπολιτικής, όπως συνοπτικά την περιγράφει το δόγμα του «παγκόσμιου ωκεανού». Είναι χαρακτηριστικές οι παραινέσεις του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς τον νεαρό και άπειρο βασιλέα Όθωνα. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να πείσει τον ενθουσιώδη Όθωνα ότι η μόνη πιθανότητα εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας θα εμφανιζόταν μετά από μια απόπειρα της Ρωσίας να κατέλθει στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη. Τότε μόνο, κατά τον Μαυροκορδάτο, θα είχε η ελληνική σημαία τη δυνατότητα να κυματίσει στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι λόγχες των Δυτικών θα την ανύψωναν εκεί. Ανάλογα, ο Ιωσήφ Στάλιν παρατήρησε στον Μίλοβαν Τζίλας το 1947, ότι οι Έλληνες κομμουνιστές δεν είχαν δυνατότητα επιτυχίας και ήταν άφρονες, με το να προσπαθούν να αποκόψουν τον θαλάσσιο δρόμο των ΗΠΑ στη Μεσόγειο και να συμπεριλάβουν την Ελλάδα στο Σιδηρούν Παραπέτασμα.


Σήμερα οι ΗΠΑ, παρ΄ όλη τη δεινή οικονομική τους θέση, διατηρούν πανίσχυρους στόλους που καλύπτουν όλες τις θαλάσσιες επιφάνειες και κυριαρχούν απόλυτα σε όλους τους ωκεανούς. Οι ΗΠΑ διαθέτουν 53 υπερμοντέρνα πυρηνικά υποβρύχια, περισσότερα δηλαδή από αυτά που αθροίζουν όλοι μαζί οι άλλοι στόλοι. Διαθέτουν επίσης την ισχυρότερη και πλέον προηγμένη αεροναυτική δύναμη παρούσα σε οποιοδήποτε σημείο των ωκεανών. Ο στόλος των ΗΠΑ διαθέτει τα 12 από τα 15 αεροπλανοφόρα, που υπάρχουν σήμερα και προστατεύεται από μία πανίσχυρη φουτουριστική ανθυποβρυχιακή αεροπορική δύναμη.

Ωστόσο, για πρώτη φορά μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν αναδυθεί συνθήκες, κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ στους ωκεανούς και άρα και η παγκόσμια κυριαρχία τους. Ο νέος εταίρος ενός κόσμου, που τείνει να γίνει πολυεστιακός, είναι η Κίνα, η οποία βρίσκεται σε μία διαδικασία ναυπήγησης σύγχρονης ναυτικής δύναμης. Τα κινέζικα ναυπηγεία εργάζονται με πλήρη δυναμικότητα, ενώ προβλέπεται να εξελιχθούν σε μερικά χρόνια στα μεγαλύτερα του κόσμου. Παράλληλα, οι ναυτικές βάσεις και τα λιμάνια της Κίνας εκσυγχρονίζονται και αναπτύσσονται για να υποδεχθούν τις εκατοντάδες των πλοίων που ναυπηγούνται. Αν λάβουμε υπ΄ όψη ότι ο ρωσικός στόλος, ο δεύτερος στον κόσμο μετά από αυτόν των ΗΠΑ, σκουριάζει στη Σεβαστούπολη και στο Βλαδιβοστόκ, τότε η Κίνα διαθέτει σήμερα τον δεύτερο ισχυρότερο στόλο στον κόσμο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία ακολουθούν σε απόσταση. Ανάλογα συμβαίνουν και στην εμπορική ναυτιλία, όπου η Κίνα ανταγωνίζεται τους Έλληνες εφοπλιστές για τα πρωτεία. Ήδη, το τμήμα της κινέζικης βιομηχανίας που αφορά ναυτιλιακές δραστηριότητες ανέρχεται στο 10% του εθνικού προϊόντος, ενώ επτά από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου ανήκουν στην Κίνα. Για μια ακόμη φορά η Κίνα βρίσκεται στο παγκόσμιο προσκήνιο.

Οι φιλοδοξίες της Κίνας εκδηλώνονται με την προσπάθεια ελέγχου των διαδρόμων που την συνδέουν με τις ανοιχτές θάλασσες και εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό της με ενέργεια, αφού η Κίνα είναι ο δεύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο. Ήδη το Πεκίνο έχει επιτύχει να τακτοποιήσει τις συνοριακές διαφορές με 13 από τους γειτόνους του και μάλιστα με τρόπο φιλικό. Ωστόσο, παραμένουν ανοικτά τα ζητήματα της Ταϊβάν και των διαφορών με την Ιαπωνία σχετικά με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων.

Ως ένα σημείο, οι ναυτικές φιλοδοξίες της Κίνας συνδέονται με τα ιστορικά δικαιώματα που οι Κινέζοι πιστεύουν ότι τους έχουν αφαιρεθεί από τους βάρβαρους της Δύσης. Πριν πέντε αιώνες, κατά την εποχή της Δυναστείας Μινγκ, η Κίνα είχε όλες τις δυνατότητες για να ανταγωνιστεί την παγκόσμια εξάπλωση της Ευρώπης. Οι Κινέζοι βρισκόταν ήδη τότε σε καλύτερο επίπεδο από τους Ευρωπαίους σε αστρονομικές παρατηρήσεις, γνώριζαν την πυξίδα, κατασκεύαζαν καλύτερες άγκυρες και διέθεταν πιο λεπτομερείς ναυτικούς χάρτες, ενώ τα πλοία τους ήταν μεγαλύτερα και πιο προηγμένα τεχνικά από αυτά των Ευρωπαίων. Η εσωστρέφεια της χώρας αυτής σε αντίθεση με την ασίγαστη ανησυχία των Ευρωπαίων, οδήγησε στην ταπείνωση και την παρακμή της.

Οπωσδήποτε, μπορούμε να ερμηνεύσουμε θετικά και ως μετριοπαθή τη στάση της Κίνας απέναντι στα παγκόσμια πράγματα, αλλά και να υποθέσουμε ότι η μετριοπάθεια είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο της χώρας αυτής. Είναι γεγονός ότι η παρούσα κατάσταση της ταχύτατης ανάπτυξης και μεγέθυνσης δεν αποτελεί για τους Κινέζους αφορμή για αλαζονική συμπεριφορά. Οι Κινέζοι πολιτικοί δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν ότι η χώρα τους επιδιώκει να επηρεάσει τον κόσμο με «αρμονικό και ειρηνικό τρόπο». Ας ελπίσουμε ότι είναι έτσι.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Η ανακήρυξη της Παλιάς Ξάνθης ως διατηρητέου οικισμού.

Η απογείωση της εθνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 δεν ακολουθήθηκε με τον ίδιο ρυθμό από τις πόλεις της Θράκης. Η περιθωριοποίηση και η οικονομική παρακμή της Θράκης καθυστέρησαν την ανοικοδόμηση στις πόλεις της. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν η χώρα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά το οξύ στεγαστικό πρόβλημα που κληροδότησαν οι καταστροφές της δεκαετίας του 1940 και η αστικοποίηση που επέβαλε η μεταπολεμική ταχύρυθμη ανάπτυξη, οι πόλεις της Θράκης παρέμειναν όπως είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα και τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η πόλη της Ξάνθης βρέθηκε σε πλήρη αναπτυξιακή πορεία η οποία προξένησε έντονη ζήτηση κατοικίας. Παράλληλα, η εγκατάσταση πληθυσμών από την περιφέρεια ενίσχυσε τη ζήτηση. Η απάντηση ήταν, βέβαια, η πολυκατοικιοποίηση, η οποία είχε ήδη επιβληθεί ως επιτυχές μοντέλο στέγασης των αστικών πληθυσμών της υπόλοιπης χώρας. Το σύστημα της αντιπαροχής είχε αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό για την παραγωγή σύγχρονων κατοικιών, ώστε οι ελληνικοί πληθυσμοί να στεγασθούν με υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης.

Η πολυκατοικιοποίηση των ελληνικών πόλεων συνέβη σε εποχή που επικράτησε η αντίληψη ότι ο λαϊκός πολιτισμός ήταν πια ξεπερασμένος. Τόσο, ώστε οι νέες μορφές στο δομημένο περιβάλλον έπρεπε να συμφωνούν με την αντίληψη του μοντέρνου. Παράλληλα, η εξασφάλιση εισοδήματος και κέρδους στους ιδιοκτήτες γης, αλλά και τα υψηλά κέρδη που πραγματοποιούσαν οι εργολάβοι επέβαλαν την χωρίς όριο εκμετάλλευση του χώρου. Η επιλογή λοιπόν της ανοικοδόμησης σε υψηλή πυκνότητα, που ικανοποιούσε αμφότερους τους ιδιοκτήτες και τους εργολάβους, κατέληξε σε αρνητικό αποτέλεσμα για όλες τις ελληνικές πόλεις. Δημιουργήθηκε ένα άξενο αστικό περιβάλλον υψηλών κτηρίων σε όλο το μήκος των στενών οδικών αξόνων. Η καταχρηστική εφαρμογή των όρων δόμησης και οι ανεξέλεγκτες υπερβάσεις επιβάρυναν τον αστικό χώρο σε βαθμό που έγινε άσχημος και καταπιεστικός. Τα βιοκλιματικά στοιχεία αγνοήθηκαν, η αισθητική ξεχάσθηκε, περιοχές χωρίς ορθολογική ρυμοτομία ανοικοδομήθηκαν, ο δημόσιος χώρος έπαψε να υπάρχει. Αλλά και η συνεχής παραγωγή νέων κατοικιών απαξίωσε το ιστορικό περιβάλλον. Η αισθητική του δομημένου περιβάλλοντος στον ελλαδικό χώρο είναι πλέον ενιαία και οι ελληνικές πόλεις έχασαν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ατομικότητα που τις ξεχώριζε. Αλλά και η προστασία συγκεκριμένων κτισμάτων που κηρύσσονται διατηρητέα δημιουργεί ασύμμετρες πραγματικότητες. Η πόλη της Ξάνθης ευτύχησε να αποφύγει για το παλιό τμήμα της τη μοίρα αυτή.

Το έτος 1976 αποτέλεσε ορόσημο για την πόλη της Ξάνθης. Μετά την εκδήλωση των γνωστών εξωτερικών απειλών ελήφθησαν σύνθετα μέτρα για την σε μαρασμό ευρισκόμενη πόλη: εγκαταστάθηκε εκεί το Δ΄ Σώμα Στρατού, ιδρύθηκαν σχολές του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, και νομοθετήθηκαν ειδικά κίνητρα για την εγκατάσταση μεταποιητικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων στη Θράκη. Τα οικονομικά κίνητρα προξένησαν την ίδρυση δεκάδων ιδιωτικών και συνεταιριστικών βιομηχανικών μονάδων. Σύντομα, με την έλευση και εγκατάσταση των στρατιωτικών και των φοιτητών, η ζήτηση κατοικίας έλαβε διαστάσεις πρωτοφανείς για την πόλη. Την πόλη συγκροτούσε τότε η Νέα Πόλη που οικοδομήθηκε μετά το 1923 για να στεγάσει τους πρόσφυγες και η Παλιά Πόλη που είχε ανοικοδομηθεί μετά το 1829, όταν ισοπεδώθηκε από σεισμούς, επάνω στα ίχνη της βυζαντινής πόλης. Η Παλιά Πόλη αποτελούσε δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού και διατηρούσε την ατμόσφαιρα της καθ’ ημάς Ανατολής. Τα δύο οικιστικά σύνολο συνυπήρχαν αρμονικά. Ωστόσο, το 1939 είχε επιχειρηθεί πολεοδομικός εκσυγχρονισμός με τη χάραξη νέων δρόμων στον παραδοσιακό οικισμό και τη σύνταξη νέου πολεοδομικού σχεδίου. Η εφαρμογή των πολεοδομικών νεωτερισμών θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του οικισμού της Παλιάς Πόλης ο οποίος λόγω οικονομικής παρακμής είχε παραμείνει μέχρι το 1976 σχεδόν άθικτος.

Τότε, συνέβη κάτι μοναδικό για τα πολεοδομικά μας πράγματα. Με πρωτοβουλία του Νομάρχη Κωνσταντίνου Θανόπουλου ο Υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης εξέδωσε απόφαση διάσωσης και προστασίας ολόκληρης της Παλιάς Ξάνθης, ώστε η Νέα Πόλη να αποτελέσει πλέον το πεδίο της ανοικοδόμησης και πολυκατοικιοποίησης.

Κινούμενοι από τις αντικειμενικές ανάγκες και τις νοοτροπίες της εποχής εκείνης οι κάτοικοι και ιδιοκτήτες των ακινήτων της Παλιάς Πόλης αντέδρασαν μαζικά στην ανακήρυξή της ως διατηρητέας. Το σύνολο των αιρετών εκπροσώπων του Δήμου και του Νομού, των επαγγελματικών, εμπορικών συνδικαλιστικών, και πολιτιστικών φορέων υποστήριξαν τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η αντίδραση κλιμακώθηκε με διαμαρτυρίες, δημοσιεύσεις, συγκεντρώσεις και ψηφίσματα και διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια. Ευτυχώς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε όλη την Ελλάδα, η πολιτεία δεν υποχώρησε και έτσι η Παλιά Ξάνθη σώθηκε. Η Βόρεια Ελλάδα πλουτίσθηκε με ένα ανοικτό μουσείο εκφράσεων, ρυθμών και αρχιτεκτονικής που μαρτυρά, χαρακτηρίζει και περιγράφει τις πραγματικότητες των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής κατά τον 19ο αιώνα.

Αλλά η ιστορικότητα που διατηρεί σήμερα η πόλη της Ξάνθης δεν αφορά μόνον την τοπική ιστορία, δεν έχει μόνον στενό τοπικό ενδιαφέρον, αλλά έχει βαρύτητα γενικότερη.

Εκείνο που το περιβάλλον της Ξάνθης μεταφέρει σε μας, σύγχρονους πολίτες μιας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας, είναι γενικές αρχές που διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία. Αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία είναι η πολιτισμική ανεξαρτησία, ενώ η χειρότερη υποταγή είναι η πολιτισμική υποδούλωση. Αλλά και αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα είναι τα στοιχεία της ελευθερίας μας.

Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να παρουσιάσουμε με απλά λόγια τις σημασίες που μεταφέρει και διατηρεί η προστατευόμενη σήμερα Παλιά Ξάνθη.

Πρώτα-πρώτα, στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού. Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από την Ήπειρο και την Μακεδονία. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και στη Θράκη. Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων. Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής των αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασσικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ την ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, καθ’ ημάς Ανατολή, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά η ασυνείδητα τη βιώνουμε.

Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμή του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι «η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της, πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα «διαρκές παρόν». Στα καθ’ ημάς, υπάρχει επί πλέον η πραγματικότητα του αστικού εφιάλτη, που είναι το αντίθετο αυτού που κατά παράδοση ονομάζουμε πόλη, δηλαδή του οικισμού που ξεχωρίζει και ανυψώνεται γιατί διαθέτει μια χαρακτηριστική ψυχή.

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μία χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, το Αιγαίο η την Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ μία πόλη σύνορο που στέκεται ως τόπος, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Nεοοθωμανισμός και δορυφοροποίηση της Ελλάδας.

Η επιλεκτική και ευνοϊκή μεταχείριση της Τουρκίας από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση και τον νέο αμερικανό πρόεδρο, αλλά και η εμφάνιση στο προσκήνιο του Αχμέτ Νταβούτογλου τάραξαν για λίγο το ευδαιμονικό ελληνικό παρόν, αν και οι αντιδράσεις φαίνεται να είναι υποτονικές. Οι πολιτικοί μας φαίνεται να είναι απρόθυμοι να συζητήσουν το πρόβλημα και πολύ περισσότερο να έχουν κάποια διάθεση να το αντιμετωπίσουν. Είναι πιθανό ότι θα επαναληφθεί το φαινόμενο της τρανταχτής αδιαφορίας που έδειξαν κατά την προηγούμενη προεκλογική περίοδο, όταν επιμελώς απέφυγαν να αναφερθούν στο επιτακτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και που συναρτάται απολύτως με την εθνική και κρατική μας υπόσταση. Όσο για τα πανεπιστήμιά μας και τις λίγες και ισχνές δεξαμενές σκέψης που διαθέτουμε, εκεί η αδιαφορία και η άγνοια για τα τουρκικά πράγματα ανταγωνίζεται την αντίστοιχη κατάσταση που φαίνεται να επικρατεί στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Είμαστε η χώρα που αρνείται να πιστέψει στην απειλή που είναι αμέσως ορατή και που θέλει να πειστεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, αλλά έχουν ένα κρυφό νόημα και επιφυλάσσουν εξελίξεις σύμφωνες προς τις επιθυμίες και τα όνειρά μας. Είμαστε η χώρα που διστάζει να καταγγείλει και να κοινολογήσει τις απειλές που δέχεται και την τρομοκρατία που υφίσταται από άλλη χώρα, μέλος της ίδιας αμυντικής συμμαχίας.

Όλα αυτά σημαίνουν βέβαια την καταρράκωση του φρονήματός μας. Δυστυχώς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στην ίδια αξιοθρήνητη κατάσταση με αυτήν του 1974, όταν χάσαμε ένα πόλεμο χωρίς να επιχειρήσουμε να πολεμήσουμε.

Χαρακτηριστική της κατάστασης μας είναι η απαισιοδοξία και ο φαταλισμός που διακρίνουν τις δύο πρόσφατες επιφυλλίδες του κυρίου Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή. Τα άρθρα αυτά καταλήγουν, μετά από ανάλυση της ελληνικής κατάστασης, σε αναπάντεχες προτάσεις: η λύση στο πρόβλημά μας μπορεί να είναι η αποδοχή της νεοοθωμανικής προοπτικής για αναστήλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και η συμπόρευσή μας στο νεοαυτοκρατορικό όραμα του Αχμέτ Νταβούτογλου.

Ο κ. Γιανναράς ορθώς χαρακτηρίζει ως αφελή την προσπάθεια των ΗΠΑ να διαδώσουν ήπιες μορφές του Ισλάμ και να επιβάλουν κάποιο βαθμό εκδυτικισμού στο μουσουλμανικό κόσμο. Το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη διαιρούμενη σε δύο τμήματα: το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χαρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χαρμπ. Ο αγώνας θα είναι ανελέητος, ενώ για τους απίστους επιβάλλεται εξωμοσία, κατάκτηση ή εξόντωση. Πρόκειται για ασυμβίβαστους προς τον δυτικό πολιτισμό τρόπους συμπεριφοράς που δεν αφήνουν χώρο για μετριοπάθεια. Αλλά και ο Αχμέτ Νταβούτογλου απορρίπτει τον σχεδιασμό για μια περιφερειακή υπερδύναμη και οραματίζεται την Τουρκία ως φορέα του ισλαμικού πολιτισμού που θα ηγείται στις χώρες που κάποτε αποτελούσαν τμήματα της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τον Αχμέτ Νταβούτογλου η αυτοκρατορική διάσταση της Τουρκίας δεν συμβιβάζεται με τον εκδυτικισμό της. Αλλά και η Τουρκία ως φορέας του ισλαμικού πολιτισμού είναι ουσιαστικά αντίπαλος του δυτικού κόσμου. Παράλληλα, κατά τον Χρήστο Γιανναρά η πολιτιστική συγγένεια των λαών της Ανατολής, στους οποίους και εμείς ανήκουμε αποτελεί προϋπόθεση συνεργασίας μας με τη νέα οθωμανική πραγματικότητα. Έτσι, η Ελλάδα – πάντα κατά τον κ. Γιανναρά – θα μπορέσει κάτω από τη νεοοθωμανική επιρροή και παραμένοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, κάτι που η νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έχει ανάγκη. Προφανώς ο κ. Γιανναράς έχει κατά νου τον ρόλο που έπαιξαν οι Φαναριώτες ως διαμεσολαβητές μεταξύ Σαραγιού και δυτικών δυνάμεων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ τη μεταχείριση που επεφύλαξε στους Φαναριώτες ο πανικόβλητος Μαχμούτ Β΄ αμέσως μετά την έκρηξη της μεγάλης ελληνικής επανάστασης.

Η πρόταση του κ. Γιανναρά είναι πρωτότυπη και θεωρητικά θεμελιωμένη. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα διανοητικό κατασκεύασμα. Το κύριο έλλειμμά της είναι η παρασιώπηση της κατακτητικής και επεκτατικής διάθεσης του τουρκικού έθνους, αλλά και το ασυμβίβαστο του Ισλάμ προς τον ελληνικό πολιτισμό και τη Δύση. Πώς θα εξασφαλισθεί η συνεργασία με τη Δύση χωρίς αντιπαλότητα; Πώς θα πραγματοποιηθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε καταλύτη συμπόρευσης Ανατολής και Δύσης, όπως λέει; Αυτό προϋποθέτει βέβαια την πλήρη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε δορυφόρο, αλλά και την ανατροπή της πραγματικότητας που επέβαλαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Πρόκειται και πάλι για την Ελλάδα της Μελούνας; Είναι αυτό ενεργός μετοχή του Ελληνισμού στο ιστορικό γίγνεσθαι; Και τί είδους ελληνικότητα θα διέσωζε τότε το ελληνικό κράτος; Μάλιστα τότε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζουμε ως κρατίδιο. Πώς μπορεί η Τουρκία να διεκδικεί τη συνέχεια του Βυζαντίου; Αφήνουμε κατά μέρος το ακανθώδες πρόβλημα του αν η Ελλάδα ανήκει η όχι στη Δύση. Η πρόταση του κ. Γιανναρά μοιάζει με τις σύγχρονες απόπειρες και πρακτικές κατευνασμού της Τουρκίας και μετάλλαξής της σε ευρωπαϊκή χώρα. Πρακτικές που νομίζουμε ότι αποδεικνύονται μάταιες. Άλλωστε, η ανάλυση του κ. Γιανναρά μπορεί να λάβει τελείως αντίθετη κατεύθυνση αν θεωρήσουμε ότι η επιμονή του Αχμέτ Νταβούτογλου στις ισλαμικές πολιτισμικές προϋποθέσεις της Τουρκίας μας δίνει τη δυνατότητα μιας πολιτικής που θα απομονώσει την Τουρκία από τους σημερινούς δυτικούς υποστηρικτές της.

Εμείς, χωρίς να θέλουμε να επαναλάβουμε κοινοτοπίες, πιστεύουμε ότι ως έθνος δεν έχουμε άλλη επιλογή από την προσπάθεια ανάσχεσης της Τουρκίας, όπως μας επιβάλλεται από τον ρεαλισμό και τις αντιστασιακές παραδόσεις μας. Γι’ αυτό δεν μας κουράζει να επαναλάβουμε ότι απαιτείται κατεπειγόντως και αμέσως η προσαρμογή του πολιτικού και του κοινωνικού μας συστήματος στην ανάγκη ανόρθωσης του φρονήματος και της οικονομίας μας και αποκατάστασης της αεροναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο. Κοντολογίς χρειαζόμαστε μια κάθαρση και ένα όραμα.

Πόλεμος πολιτισμών στο Αφγανιστάν.

Το στρατιωτικό αδιέξοδο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν είναι η επανάληψη μιας γνώριμης ιστορικής συγκυρίας και ενός ιστορικού παράδοξου: ένας εισβολέας με απόλυτη υπεροχή σε μηχανικά στρατιωτικά μέσα και μεγέθη αδυνατεί να καταβάλει έναν αδύναμο αντίπαλo. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Ηρόδοτου για την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τα πλήθη της ασιατικής πανστρατιάς και την ακατανόητη για τους Πέρσες συμπεριφορά των Ελλήνων, που αδιαφορούν για την πραγματικότητα των μεγεθών και δεν πτοούνται. Ο Ξέρξης δεν μπορεί να αποδεχθεί την περιφρόνηση των Σπαρτιατών για τον τρόπο που οδηγείται στη μάχη ο τεράστιος στρατός του. Πρόκειται για μια από τις πρώτες προσπάθειες αυτού που σήμερα ονομάζεται πολιτισμική ανθρωπολογία και για μια από τις πρώτες διαπιστώσεις του φαινόμενου της διαφορετικής πρόσληψης της πραγματικότητας από διαφορετικούς λαούς και διαφορετικούς πολιτισμούς. Ο Ηρόδοτος είναι λοιπόν επίκαιρος, αφού και σήμερα οι ΗΠΑ απαιτούν από τον υπόλοιπο κόσμο να σκέπτεται όπως αυτές και επιδιώκουν να μετασχηματίσουν ολόκληρη την υφήλιο σε ομοίωμά τους.

Κατά τη σύγχρονη εποχή η Μεγάλη Βρετανία ταπεινώθηκε από τον Μάχντι στο Σουδάν, την εποχή μάλιστα της μεγάλης ισχύος της. Ανάλογα, οι ΗΠΑ δοκίμασαν την πίκρα της ήττας από τους φτωχούς αγρότες της Νοτιανατολικής Ασίας.
Ειδικά το Αφγανιστάν, μια από τις πιο καθυστερημένες και φτωχές χώρες του κόσμου, έχει χαρακτηρισθεί σαν ο τόπος που οι αυτοκρατορίες καταστρέφονται. Η απορία και η αμηχανία των αμερικανών πολεμιστών θυμίζουν σήμερα την αμηχανία της ρωμαϊκής στρατιάς του Μάρκου Κράσου, όταν αντιμετώπιζε τους αόρατους Πάρθους, που επέμεναν να πολεμούν με τον δικό τους, παράδοξο για τους Ρωμαίους, τρόπο. Ήδη την εποχή της αυτοκρατορικής ιμπεριαλιστικής Αγγλίας ο Κίπλινγκ είχε προειδοποιήσει ότι οι λαμπρές και πολυέξοδες στρατιές των αυτοκρατορικών Ινδιών θα τσακίζονταν από τις ξυπόλυτες ορδές των ορεσίβιων του Αφγανιστάν. Και έτσι έγινε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη πριν λίγα χρόνια με τα σοβιετικά στρατεύματα. Σήμερα, η φουτουριστικού τεχνολογικού χαρακτήρα εκστρατευτική δύναμη των ΗΠΑ βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτοκτονικούς πολεμιστές ζωσμένους με εκρηκτικά, αποκεφαλισμούς μαγνητοσκοπημένους για την τηλεόραση, ανθρώπινες ασπίδες και τρομακτικές σπηλιές στην απίθανη περιοχή της Τόρα Μπόρα, απ’ όπου εξαπολύονται θανατηφόροι δαίμονες. Η απορία των σύγχρονων αμερικανών που πολεμούν τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν φθάνει μέχρι τη φαντασίωση ότι πολεμούν σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση πολιτισμών από διαφορετικούς γαλαξίες. Και σχεδόν έτσι είναι.

Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ενεργούν ως παγκόσμιος χωροφύλακας και πολεμούν συνεχώς σε όλο τον πλανήτη. Οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται ως πολεμικό έθνος. Η πολεμική δραστηριότητα των ΗΠΑ υποστηρίζεται από μία πρωτοφανή εξοπλιστική προσπάθεια στην οποία έχουν δαπανηθεί κυριολεκτικά τρισεκατομμύρια δολαρίων. Η επιθετική διάθεση των ΗΠΑ τρέφει τις πιο τολμηρές ιδέες για την ανάπτυξη υπερτεχνολογικών οπλικών συστημάτων, τα οποία πιστεύεται ότι θα εξασφαλίσουν απόλυτη στρατιωτική κυριαρχία, όχι μόνο για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου, αλλά και για την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολέμων σε κάθε σημείο του πλανήτη. Για παράδειγμα, η εταιρεία Boeing ετοιμάζεται να εφοδιάσει ολόκληρο τον αμερικανικό στρατό με προηγμένο σύστημα κατόπτευσης ελέγχου πυρός και αλληλοϋποστήριξης ρομποτικών συστημάτων, ώστε να πολλαπλασιασθούν οι επιχειρησιακές του δυνατότητες. Παράλληλα, μετά τα πανάκριβα παγκόσμιας εμβέλειας B-1 και Β-2, τα αεροπορικά συστήματα της επόμενης γενιάς περιλαμβάνουν ένα φουτουριστικό μισό διαστημόπλοιο – μισό βομβαρδιστικό που θα κινείται στα όρια της στρατόσφαιρας με υπερηχητική ταχύτητα και θα είναι ικανό να παρέμβει σε κάθε στιγμή σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Μία πρόγευση του πώς σκοπεύουν να διεξαγάγουν τους μελλοντικούς πολέμους τους οι ΗΠΑ είναι η ψηφιακή υποστήριξη των μαχόμενων δυνάμεων στο Αφγανιστάν από βάσεις που βρίσκονται στο μητροπολιτικό έδαφος των ΗΠΑ: οι βομβαρδισμοί ελέγχονται από χειριστές σε οθόνες στην Καλιφόρνια και οι μαχητές συντονίζονται από υπολογιστές στο Τέξας. Οι πολεμικές προσπάθειες υποστηρίζονται από ειδικές υπηρεσίες που διαθέτουν πρόσβαση σε δεξαμενές σκέψης ικανές για επινόηση των κατάλληλων τεχνικών για τη διεξαγωγή του πολέμου, τον χειρισμό της κοινωνικής ψυχολογίας, των οικονομικών πόρων και του πολιτικού περιβάλλοντος. Όχι λιγότερες από 16 υπηρεσίες πληροφοριών, στελεχωμένες με επιστημονικό προσωπικό, υποστηρίζουν τη στρατιωτική μηχανή με ένα προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 55 δισεκατομμύρια δολάρια για το έτος 2009.

Η λατρεία της τεχνολογίας εκφράζει τις πεποιθήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, όταν επικράτησε η αντίληψη ότι η τεχνολογική αμερικανική στρατιωτική υπεροχή θα έδινε στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επεμβαίνουν αποτελεσματικά, αόρατα και χωρίς απώλειες, οπουδήποτε. Είχε επικρατήσει τότε η αντίληψη ότι η προληπτική χρήση των πολεμικών μέσων των ΗΠΑ θα εξασφάλιζε την παγκόσμια κυριαρχία τους επ’ αόριστον. Ο πόλεμος στο Ιράκ και η αντίσταση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν διέψευσαν αυτές τις φαντασιώσεις. Ήδη ο πολιτισμικός παράγοντας, η επιστροφή στις ιδέες της ταυτότητας και της καταγωγής, ο σεβασμός προς την παράδοση και την πίστη απόδειξαν και πάλι ότι συνεχίζουν να μπορούν να κινητοποιηθούν ως πανίσχυροι παράγοντες, ακόμη και σε ένα σύγχρονο στο έπακρο τεχνολογικό πόλεμο. Ακόμη και η εντύπωση ότι με επιστημονικά μέσα είναι δυνατή η γνώση όλων των παραμέτρων που κινητοποιούν τον αντίπαλο, αποδείχθηκε αυταπάτη. Διαψεύδονται οι προσπάθειες για πολιτισμική ομογενοποίηση του κόσμου και μάλιστα διαπιστώνεται η επιβίωση αρχέγονων αντιλήψεων, που στις δυτικές κοινωνίες θεωρούνται αδιανόητες και ιστορικά ανύπαρκτες. Η απίστευτη εικονομαχική πρακτική των Ταλιμπάν δεν μπορεί με τίποτε να γίνει κατανοητή. Αναφέρομαι στην καταστροφή των γλυπτών του Μουσείου της Καμπούλ και των αγαλμάτων στην κοιλάδα Μπαμιάν από τους Ταλιμπάν. Αποτροπιασμό γεννούν οι ανατινάξεις σχολείων, η απαγόρευση της μουσικής, οι ακρότητες που δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε ως πρωτόγονος ισλαμισμός, ούτε ως μηδενιστική αντίδραση. Ωστόσο ανάλογο αποτροπιασμό θα πρέπει να αισθάνεται και κάποιος εξωτερικός παρατηρητής μπροστά στις γενοκτονίες ή στην ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη, γεγονότα για τα οποία υπεύθυνη είναι η Δύση. Αγνοήθηκαν οι συνετές φωνές οι οποίες μετά την επανάσταση της Περσίας επέμεναν ότι φαινόμενα, όπως η εμφάνιση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν παρά μόνο με μια σκέψη τελείως ξένη προς τον δυτικό τρόπο σκέψης. Αρκετοί είδαν τους πολέμους στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και σήμερα στο Πακιστάν, σαν μια σύγκρουση πολιτισμών, όπου μια αρχαϊκή θεοκρατία αντιμετωπίζει μία σύγχρονη πλούσια και τεχνολογικά υπεραναπτυγμένη υπερδύναμη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητό με την ορθολογική αντίληψη μόνον, αλλά χρειάζεται και την συμπλήρωση της πολιτισμικής συνιστώσας.

Η θεμελιώδης και σταθερή επιδίωξη της Δύσης να μεταμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές που θεωρεί ορθολογικές και πάλι δεν φαίνεται να οδηγείται σε επιτυχία. Η επιδίωξη της ισχύος και η χρήση της είναι επικίνδυνη για τις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες. Προσπαθώντας να κατανοήσουν τις άλλες κοινωνίες οι ΗΠΑ ίσως μετασχηματιστούν για να γίνουν πιο ανθρώπινες στις επιδιώξεις τους και να μπορέσουν έτσι πραγματικά να ανταποκριθούν στον ανθρωπιστικό σκοπό που διατείνονται ότι υπηρετούν.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Μίμηση πολιτισμού.

Φαίνεται ότι σύντομα αρχίζει η ανέγερση του μεγάλου λυρικού θεάτρου της Αθήνας στο Φάληρο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια έγιναν από γνωστό ξένο αρχιτέκτονα. Ο χώρος ανέγερσης παραχωρήθηκε από το ελληνικό κράτος. Η δαπάνη ανέγερσης θα καταβληθεί από το Ίδρυμα Νιάρχου. Υποθέτουμε ότι οι λειτουργικές δαπάνες θα καλύπτονται από το ελληνικό κράτος και δεν θα είναι αμελητέες, αφού πρόκειται για μεγάλο και πολυδάπανο οργανισμό. Το γεγονός χαιρετίζεται ως ένα βήμα προόδου στα πολιτιστικά μας πράγματα.

Το λυρικό θέατρο, η λεγόμενη όπερα, αποτελεί, βέβαια, τη θεατρική όψη της μουσικής των δυτικών ευρωπαίων, αφού είναι θεατρική παράσταση που τραγουδιέται με συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. Η όπερα εμφανίσθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα. Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της λογικής, αλλά και, κατά παράδοξο τρόπο, η εποχή που θριαμβεύει η μεγάλη ευρωπαϊκή μουσική, μουσική αφηρημένη και αντιπεριγραφική, που τείνει μόνιμα στο άπειρο και που αποτελεί χαρακτηριστικό δημιούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μεγάλη εποχή της όπερας φθάνει τον 19ο αιώνα με την κυριαρχία του ρομαντισμού, τον οποίο η αφηρημένη ευρωπαϊκή μουσική εκφράζει με απόλυτο τρόπο. Η σημασία της μουσικής στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται από τη βαρύτητα που της απέδωσε ο Αρθούρος Σοπενχάουερ στο φιλοσοφικό του σύστημα, όπως και από τον ρόλο που της επιφύλαξε ο Φρειδερίκος Νίτσε. Η ευρωπαϊκή μουσική είναι τέχνη ατομοκεντρική και η ανάδειξή της συνδέεται με την εμφάνιση μεγάλων μουσικών δημιουργών. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή τέχνη κατ΄ εξοχήν, αυτή που ταιριάζει στη ρομαντική διάθεση και την ασίγαστη ανησυχία της ευρωπαϊκής ψυχής. Το ύφος της μουσικής της Ευρώπης είναι αξεπέραστο και εκφράζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ψυχής. Η γοητεία της μουσικής αυτής είναι ακατανίκητη.

Η όπερα απόκτησε κοινωνικές διαστάσεις με την πατρωνία αρχικά των βασιλέων και των ευγενών και την υιοθέτησή της από την αστική τάξη τον 19ο αιώνα. Τα λυρικά θέατρα έγιναν τόπος συνάντησης και κοινωνικής προβολής για σημαντικές και εξέχουσες προσωπικότητες.

Παρά την παραγωγή πολλών έργων κατά τον 20ό αιώνα, η όπερα παίρνει τη μορφή μιας μουσειακής τέχνης, αφού η κύρια μορφή της είναι πλέον η αναπαραγωγή των μεγάλων έργων του 18ου και 19ου αιώνα. Στις μέρες μας η οικονομική αριστοκρατία αρέσκεται σε χορηγίες προς τις οπερατικές παραγωγές, οι οποίες συνήθως έχουν υπέρογκο κόστος.

Η όπερα αποτελεί καλλιτεχνική έκφραση του αστικού πολιτισμού των Δυτικών και χαρακτηρίζει τη μεγάλη αστική παράδοσή τους, την οποία εμείς βλέπουμε με δέος και διακαώς επιθυμούμε να μιμηθούμε. Το λυρικό θέατρο είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκή επινόηση και εντάσσεται στη μεγάλη μουσική παράδοση των δυτικών ευρωπαίων, η οποία είναι απολύτως διαφορετική από τις δικές μας μουσικές παραδόσεις. Οι μουσικές κλίμακες της κατά παράδοση ελληνικής μουσικής είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές της πολυφωνικής ευρωπαϊκής μουσικής. Η ελληνική μουσική βασίζεται και εκδηλώνεται μέσα από τη συλλογικότητα, η μουσική της Ευρώπης εκφράζει το ελεύθερο άτομο και απευθύνεται σε αυτό. Μέσα στον μουσικό πολιτισμό μας διακρίνεται εναργώς η αγαπητική και παραμυθητική διάθεση του ελληνικού κόσμου. Στη μουσική φαίνεται καθαρά η κρίσιμη και θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον δυτικό και τον ελληνικό ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αν εξαιρέσουμε τα νησιά του Ιονίου, η πρώτη παράσταση όπερας στη χώρα μας δόθηκε στην Αθήνα μόλις το 1840, όταν ιταλικός θίασος παρουσίασε την κωμική όπερα του Τζιοακκίνο Ροσσίνι «Ο Κουρέας της Σεβίλλης», έργο του 1816. Παραδίδεται ότι ο ενθουσιασμός για την παράσταση ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δημιουργήθηκε αμέσως μαύρη αγορά για τα εισιτήρια. Η σύνθεση του πρώτου ελληνικού μελοδράματος έγινε το 1867, ενώ ο πρώτος ελληνικός μουσικός θίασος συγκροτήθηκε το 1888. Μόλις το 1939 δημιουργήθηκε η γνωστή Εθνική Λυρική Σκηνή. Μπορούμε να πούμε ότι παρά την ανάδειξη μεγάλων ελλήνων ερμηνευτών το λυρικό θέατρο και η μουσική του παραμένουν ξένα προς το ελληνικό κοινό. Ποιός γνωρίζει σήμερα τον Διονύση Λαυράγκα, τον Μανώλη Καλομοίρη, τον Μάριο Βάρβογλη ή τον Σπύρο Σαμαρά και ποιός θα ήταν πρόθυμος να παρακολουθήσει μια από τις όπερές τους; Μάλιστα η ακρόαση μουσικής πάνω στα βαγκνερικά πρότυπα, που τραγουδιέται ελληνικά, εξακολουθεί να φαίνεται σε όλους μας κάτι το παράδοξο.

Τις τελευταίες δεκαετίες με την ανέγερση και τη λειτουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών παρουσιάσθηκαν στην Αθήνα εξαιρετικά συγκροτήματα από τον ευρωπαϊκό λυρικό χώρο. Ωστόσο, τέτοιες παραστάσεις φαίνεται να προϋποθέτουν τεράστιο κόστος και να απευθύνονται σε λίγους. Το Μέγαρο Μουσικής κατηγορείται ότι απομονώνει τον πολιτισμό αποκλειστικά στη σφαίρα του υψηλού και τον παραδίδει έτσι στις ελίτ. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Μάνου Χατζηδάκι κατά τα εγκαίνια του Μεγάρου Μουσικής το 1991, όταν το κατηγόρησε ότι απευθύνεται στην αυταρέσκεια μιας άξεστης και απαίδευτης μεγαλοαστικής τάξης.

Δεν έχω τίποτε με το λυρικό θέατρο και η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου μου φαίνεται ότι εντάσσεται στην παράδοση του ευεργετισμού. Γνωρίζω τον κίνδυνο της πτωχοπροδρομικής αλαζονικής περιχαράκωσης. Ωστόσο, με ενοχλεί η επαρχιώτικη αντίληψη που παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία σε αυτό που είναι ξενόφερτο και αγνοεί παντελώς πράγματα δικά μας, που χάνονται και διαλύονται μέσα στη γενική αδιαφορία και απαξίωση. Και αναφέρομαι στον λαϊκό πολιτισμό που αναπτύξαμε τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα και ο οποίος χαρακτηρίζει την αναγέννηση του Ελληνισμού. Με λίγες εξαιρέσεις τα ελληνικά κέντρα στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και το Αιγαίο διαλύονται και γίνονται σκόνη. Δεν θέλω να πω ότι μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή την καλλιτεχνική και την ιστορική παρουσία του κατά παράδοση ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτός διαμορφώνεται μετά την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα. Ωστόσο, και η αντίληψη ότι ο κατά παράδοση ελληνικός πολιτισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος μου φαίνεται ότι οδήγησε στην καταστροφή του. Αλλά και η παραγωγή πολιτισμού που μας διακρίνει, όπως η ποίηση και η ζωγραφική, αφήνονται στην τύχη τους και οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονται αλλού.

Στο κάτω-κάτω πολιτισμός δεν είναι μόνο αυτό που θέλει να μιμηθεί ό,τι είναι καταξιωμένο, ούτε είναι η απαστράπτουσα εικόνα που απαιτεί ο συρμός. Ο πολιτισμός έχει χαρακτήρα λαϊκό και είναι στενά δεμένος, συνυφασμένος με τον τόπο. Ο πολιτισμός συνθέτει το παραδοσιακό με το σύγχρονο και παράγεται καθημερινά εδώ και τώρα, μέσα από τον τόπο και όχι αλλού.

Η μίμηση του πολιτισμού είναι αιτία και αποτέλεσμα βαθιάς αλλοτρίωσης και δεν έχει σχέση με την παραγωγή πολιτισμού. Αυτή σίγουρα βασίζεται σε ενσυνείδητες λαϊκές μάζες και σε ζωντανή λαϊκή παράδοση και αυτογνωσία. Για ποιά αυτογνωσία και λαϊκή παράδοση όμως να μιλήσουμε, όταν οι τεχνικοί και οι έμποροι της επικοινωνίας θρονιάζονται κάθε απόγευμα μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι χάρη στην οργουελλιανή ελληνική τηλεόραση;

Τελείωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;

Υποστηρίζεται ότι η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους ανάγκασε τους Έλληνες να επιχειρήσουν μία μορφή προσαρμογής προς τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης και να επιδιώξουν την «μετακένωση» που ευαγγελίστηκε ο Κοραής: η συνέχεια της ελληνικής ιστορίας αγνοήθηκε, το Βυζάντιο θεωρήθηκε οπισθοδρομικό, ξένοι θεσμοί υιοθετήθηκαν και, με άλλα λόγια, επιδιώχθηκε η πολιτισμική ισοπέδωση της Ρωμηοσύνης, η οποία μάλιστα ως «Ρωμαίικο» φορτίστηκε με αρνητικό περιεχόμενο.

Ο Έλληνας διαχωρίστηκε από τον Ρωμηό και έγινε ένας μετέωρος και εν δυνάμει Ευρωπαίος. Ο ελληνικός κόσμος κατακερματίστηκε Η Ελλάδα στράφηκε προς τη Δύση και θέλησε να αγνοήσει την Ανατολή. Η παράδοση απωθήθηκε και χαρακτηρίστηκε ανεπίκαιρη, οι επιτυχείς ενδογενείς θεσμοί με τους οποίους το Γένος επιβίωσε και αναγεννήθηκε αποδυναμώθηκαν και ξεχάστηκαν.

Είναι γεγονός και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι έχουμε εισέλθει σε μία τελείως νέα ιστορική και πολιτισμική φάση: η Ελλάδα, παρά τις αποτυχίες της, ολοκληρώνει τους εθνικοαπελευθερωτικούς της στόχους και εντάσσεται ως ισότιμο μέλος στον πυρήνα της Δύσης.

Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι οι διαδικασίες αυτές σηματοδοτούν και το τέλος του Ελληνισμού, αφού σημαίνουν το τέλος της ιδιοπροσωπίας του. Παράλληλα μετά το 1922 εκλείπει και ο μείζων Ελληνισμός της Ανατολής. Η συγκέντρωση των Ελλήνων στην αρχέγονη ευρωπαϊκή τους εστία είναι γεγονός ιστορικά πρωτοφανές. Οι Έλληνες παύουν να είναι έθνος με μεγάλες ιδέες. Οι Έλληνες δεν είναι τώρα παρά ένα μικρό κρατικοποιημένο και αδύνατο έθνος, χωρίς ισχυρές βάσεις και με γεωπολιτικό έλλειμμα που μπορεί να απειλήσει την κρατική του ακεραιότητα. Τα προβλήματα του Ελληνισμού εμφανίζονται να είναι μεγάλα και ίσως ανυπέρβλητα. Η αίσθηση ανασφάλειας και απειλής που συνοδεύει τέτοιες αντιλήψεις δεν φαίνεται να είναι αδικαιολόγητη.

Είναι γνωστό πως η επίδραση ενός πολιτισμού πάνω σ’ έναν άλλο μπορεί να είναι άκρως αλλοτριωτική. Επιπολιτισμός, είναι ο όρος που χαρακτηρίζει τα φαινόμενα αυτά. Πρόκειται για το περίπλοκο φαινόμενο της αλλοίωσης των χαρακτηριστικών ενός πολιτισμού με την μαζική υιοθέτηση τρόπων ή χαρακτηριστικών ενός άλλου πολιτισμού. Η Ελλάδα και οι ελληνικοί χώροι αποτελούν χαρακτηριστικά πεδία ανάπτυξης επιπολιτισμού. Και εδώ η ελληνική περίπτωση είναι γεμάτη ιδιαιτερότητες. Ως φορείς μιάς συγκεκριμένης και διακριτής πολιτισμικής παράδοσης είμαστε δέκτης πολιτισμικής επίδρασης.

Ο επιπολιτισμός, που λίγο έχει μελετηθεί, χαρακτηρίζεται από ένα ενεργητικό στοιχείο (δότης) και ένα ή περισσότερα παθητικά στοιχεία, τα οποία είναι οι αποδέκτες της επιπολιτισμικής επίδρασης. Ο επιπολιτισμός είναι πάντα αναπόφεύκτος όταν δύο ή περισσότεροι πολιτισμοί ή παραδόσεις συναντώνται. Ο αμφίδρομος επιπολιτισμός είναι επίσης δυνατός. Όπως είναι δυνατή και η αντιμέτωπη στάση δύο πολιτισμών, που ο κάθε ένας προσπαθεί να επιβληθεί πολιτισμικά επί του άλλου. Αυτή είναι και η περίπτωση της συνάντησης της Δύσης με το Βυζάντιο και τον νέο Ελληνισμό. Πρόκειται γιά μιά «γιγαντομαχία περί της ουσίας» με κοσμοϊστορικό ορίζοντα, η έκβαση της οποίας πιστεύουμε ότι είναι ακόμη άδηλη. Ο ελληνικός κόσμος έχει υποστεί με ιστορικούς όρους την διαρκέστερη και την πιο μακροχρόνια πίεση της αέναης παγκόσμιας επέκτασης της Δύσης, και συνεχίζει να στέκεται.

Σήμερα υποστηρίζεται ότι έχει πλέον συντελεστεί η τελική απορρόφηση των ελληνικού πολιτισμικού χώρου από την Δύση. Η προσπάθειά μας γιά ένταξη στον σύγχρονο κόσμο υποστηρίζεται ότι απέτυχε, λόγω της αδυναμίας μας να συγκεράσουμε τις πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες με τους σύγχρονους θέσμους. Αυτό μπορεί να σημαίνει και την ζωτικότητα του πολιτισμικού μας υπόβαθρου. Αλλά, όμως, κατοπτρίζει τις δυσχέρειες του παρόντος, την ανησυχία μας για το μέλλον, την αμηχανία μας για τον πολιτισμό μας, τη λήθη και την αποξένωση από τις παραδόσεις μας, την προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, την ασάφεια και την απορία για το τι είμαστε και πού ανήκουμε, καθώς και την βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές.

Αλλά το ότι στεκόμαστε και τα συζητάμε όλ’ αυτά ακόμη δείχνει ίσως κάτι. Σε μιά εποχή που η ενδογενής δυναμική της Δύσης έχει εξαντληθεί θα ήταν ίσως πρόωρο να αποδεχθούμε τον οριστικό της θρίαμβο. Απέτυχε παραδόξως η προσπάθεια πολιτισμικής καταβαράθρωσης της Ρωμηοσύνης, αν και η ίδια ξεκληρίστηκε. Μέσα από τα χαλάσματα και τις καταρρεύσεις ανορθώνεται το Ελληνικόν, και αυτό δεν έχει γίνει μόνο μία φορά. Μπροστά μας βρίσκονται και πάλι ως προβλήματα η ελληνική υπόσταση, ο τόπος, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Η τριτη Αλωση

Αυτός που σήμερα θα ταξιδεύσει στη γειτονική μας χώρα θα εντυπωσιασθεί από την γιγαντιαίας κλίμακας ανοικοδόμηση που συμβαίνει στις τουρκικές πόλεις. Από τις ριζικά ανοικοδομούμενες πόλεις του μακρινού Πόντου, στα Άδανα και στο Ικόνιο και από την τεράστια Άγκυρα στην Προύσα και στη Σμύρνη, αλλά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, παντού λαμβάνει χώρα μια μαζική ανοικοδόμηση. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα και αυτό πλέον είναι εμφανές. Ωστόσο, στις ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας, ο γιγαντισμός της Σμύρνης, της Προύσας και, κυρίως, αυτός της Κωνσταντινούπολης δεν οφείλεται μόνο στη δημογραφική έκρηξη, ούτε στη μετακίνηση των αγροτών προς τις πόλεις, αλλά και στη μαζική μετακίνηση πληθυσμών από τις ανατολικές αγροτικές επαρχίες προς τις δυτικές αναπτυγμένες περιοχές και τις ακτές της Προποντίδας και του Αιγαίου. Η Τουρκία φαίνεται να μετατρέπεται σε μια χώρα του Αιγαίου που θυμίζει όλο και λιγότερο το τουρκικό περιβάλλον.

Η Τουρκία δίνει την εντύπωση μιας νέας χώρας. Όλες οι ιστορικές και χρονικές αναφορές ξεκινούν από την τουρκική κατάκτηση. Όσα μνημεία των προηγούμενων εποχών διασώζονται δεν είναι ευρύτερα γνωστά στο τουρκικό κοινό, αλλά και αποτελούν κάποιο βάρος για τους ειδικούς. Μέσα στις τουρκικές πόλεις είναι παντού καταφανής η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των νεήλυδων με τον χώρο τον οποίο τώρα κατοικούν. Υπάρχει η γνώριμη αίσθηση της μη μονιμότητας, του ανεκπλή­ρωτου, του ελλιπούς και της νοσταλγίας χωρίς αντικείμενο. Στην Ελλάδα, σε πρώτη ευκαιρία, αδειάζουν οι μεγάλες πόλεις για τα χωριά που επισκευάστηκαν και ξανακτίστηκαν για τον λόγο αυτό. Στην Τουρκία τέτοιες γέφυρες με τις ρίζες είναι δύσκολες. Στον διάχυτο αυτό ψυχισμό πρέπει να επιδρά και η νομαδική καταγωγή των Τούρκων. Το να κατοικούν κάπου δεν φαίνεται να θεωρείται ως κάτι μόνιμο. Στις πρόσφατα κτισμένες, νέες εκτεταμένες περιοχές των τουρκικών πόλεων, υπάρχει μία πλήρης και εμφανής αναντιστοιχία του δομημένου προς το ανθρώπινο περιβάλλον. Τα τεράστια κτήρια, τα δημόσια έργα και οι παντοειδείς δυτικότροπες αναπτύξεις, δεν φαίνεται να έχουν σχέση προς την αλλοτριωμένη άχρωμη μάζα των ανατολιτών και των οικονομικώς περιθωριοποιημένων ημιαστών, οι οποίοι γεμίζουν τούς χώρους. Ο χώρος των ανθρώπων φαίνεται να βρίσκεται αλλού, να είναι κρυμμένος και άγνωστος. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να έρχονται από μακριά και κάπου έξω από την πραγματικότητα των επιφαινομένων. Ποιοί δημιούργησαν τον δομημένο αυτό χώρο ; Στην αναπτυγμένη Δύση και τον υποανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο ο χώρος εμφανίζεται με ενάργεια ως δημιούργημα των ανθρώπων που βρίσκονται και απαντώνται εντός του. Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία έντονη αντανάκλαση της αλλοτρίωσης των ατόμων στους δομημένους χώρους. Η έλλειψη εσωτερίκευσης του χώρου φαίνεται, επίσης, στη μιζέρια και στη θλίψη του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ασαφή ανησυχία που σχετίζεται με ό,τι ονομάζουμε κρίση ταυτότητας.
Οι Έλληνες συνήθως ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί περιορίζονται κατά κανόνα στο ιστορικό κέντρο που, λίγο-πολύ, παραμένει αναλλοίωτο. Όμως, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι μία τερατώδης πόλη. Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικοδομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μία παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα οκτώ εκατομ­μύρια άνθρωποι. Είναι μία κοσμόπολη που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμά της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντι­νούπολη" – έγραφε, με κάποια δόση ενοχής, ο Άρνολντ Τόϋνμπη –, "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, ογδόντα έξη χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου κεμαλικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τούς απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμηοσύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού. Όμως, τη σύγχρονή μας τρίτη άλωση, η καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζεται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης η την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Ο επισκέπτης που απομακρύνεται από το ιστορικό κέντρο της Κωνσταν­τινού­πολης βρίσκεται μέσα σε ένα αστικό εφιάλτη από παρατάξεις δεκάδων και εκατοντάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες γιγάντιων πολυκατοικιών σε εκτάσεις με μήκος πολλών χιλιομέτρων. Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβριστικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα τεράστια τζαμιά καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα γρήγορα γεννούν μια αίσθηση απειλής, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
Πρόκειται για μετακίνηση του πληθυσμιακού και του οικονομικού κέντρου βάρους της Τουρκίας από την ύπαιθρο στις πόλεις, αλλά και για μαζική μετακίνηση προς τις ακτές και δυτικά. Φαίνεται πως διαψεύδεται σήμερα μερικά ο λόγος του Κεμάλ το 1929: «Στο εξής η Κωνσταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί». Η Κωνσταντινούπολη αναλαμβάνει πάλι τα πρωτεία και ενισχύει τη σπουδαιότητά της ως κέντρο και πόλος έλξης. Η Κωνσταντινούπολη όμως ακολουθεί την Ανατολία, αφού κατοικείται από ανατολίτες και αφού Έλληνες δεν υπάρχουν πια εκεί.
Πρόκειται για αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ­–μετά την μοιραία Πρώτη Άλωση του 1204 και την Άλωση του 1453–, ως Τρίτη και οριστική Άλωση.
Πρόκειται, δηλαδή, για την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1922 και ολοκληρώνεται σήμερα με την κατάληψη του χώρου και την αλλοτρίωσή του. Το 1922 είναι μια νίκη των Τούρκων στην τυφλή αταβιστική πορεία τους προς τη Δύση και είναι μια ήττα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Το τέλος της πορείας των Τούρκων από τις στέππες της Κεντρικής Ασίας προς τη Δύση θα είναι η είσοδός τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη παύει να ισχύει αυτό που διαπίστωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, ότι δηλαδή το γεωγραφικό κέντρο του Ελληνισμού βρίσκεται στη νήσο Σκύρο, όπως παύει να ισχύει και η παρατήρηση του Πλάτωνα ότι οι Έλληνες μαζεύονται γύρω από τις θάλασσες όπως τα βατράχια γύρω από τους λάκκους με νερό μετά τη βροχή. Για πολλούς αιώνες οι Έλληνες κατοικούσαν γύρω από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Ελλήνων για δεκαέξη συναπτούς αιώνες. Ο άξονας Εύξεινος-Κωνσταντινούπολη-Αιγαίο δεν υπάρχει σήμερα και το κέντρο βάρους του Ελληνισμού έχει μετατεθεί από την Προποντίδα στον Σαρωνικό. Οι Έλληνες επιστρέφουν στην ευρωπαϊκή τους αρχέγονη κοιτίδα και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές.
Ολόκληρη η τεράστια Μικρά Ασία, αλλά και η Κωνσταντινούπολη και η Ανατολική Θράκη εξακολουθούν να είναι γεμάτες από τα μνημεία και τα σπαράγματα της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας. Κάθε στιγμή, κάποια από τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης και της ιστορίας αίρονται από το ετερόδοξο, το αλλότριο και το τυχαίο. Πρόκειται για τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Ο χρόνος καταστρέφει, η μνήμη προσπαθεί να διασώσει. Ένας μανιασμένος άνεμος παρασύρει τα αδύναμα οχυρώματα που έστησε με υπομονή η μνήμη. Η ταυτότητα όμως στηρίζεται στη μνήμη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμα τα βιβλία και οι εξιστορήσεις που αποτυπώνουν τις πραγματικότητες της χαμένης πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής και τα οποία το ελληνικό κοινό συνήθως παραβλέπει και αγνοεί.

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Το δακτυλίδι της Ψωροκώσταινας

Τόν Ιούνιο του τρομερού έτους 1826 η Ελληνική Επανάσταση φαινόταν νά σβύνει. Τό Μεσολόγγι είχε πέσει. Ο Ιμπραήμ βρισκόταν στήν Πελοπόννησο καί τήν κατέστρεφε. Η Ρούμελη είχε προσκυνήσει. Η ανίκανη Κυβέρνηση Κουντουριώτη εἶχε καταρρεύσει μέσα στή γενική κατακραυγή. Οἱ Ὑδραῖοι πρόκριτοι λογάριαζαν, φοβούμενοι τήν ἐπίθεση τοῦ τουρκικοῦ στόλου, νά φύγουν στά Ἑφτάνησα καί «ὅστις ἐδύνατο νά φυγαδεύση κρυφίως τήν περιουσίαν του τό ἔπραξεν». Οἱ στρατιῶτες λιμοκτονοῦσαν καί ο τακτικός στρατός τοῦ Φαβιέρου βρισκόταν σέ διάλυση. Χρήματα δέν ὑπῆρχαν καί μάλιστα οἱ κερδοσκόποι τραπεζίτες τοῦ Λονδίνου απαιτούσαν τήν παραχώρηση εθνικῆς γής, ώστε νά εξασφαλίσουν τίς προσόδους από τά κατασπαταληθέντα δάνειά τους.

Στό απειλούμενο Ναύπλιο η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ἡ φρουρά τοῦ Μεσολογγίου εἶχε φτάσει ἐκεῖ γιά νά βρεθεί μέσα στίς ραδιουργίες καί στόν ἐμφύλιο σπαραγμό τῶν Ρουμελιωτῶν καί των Σουλιωτῶν. Ολοι, οι Σουλιῶτες καί οἱ Ὀλύμπιοι ὁπλαρχηγοί, οἱ Ἠπειρῶτες καί οἱ Μανιάτες καπεταναῖοι, οἱ Κρητικοί, οἱ Δημογέροντες ζητοῦσαν νά πληρωθοῦν τούς καθυστερημένους μισθούς τους. Ἀλλά καί οἱ πλούσιοι νοικοκυραῖοι τῶν ναυτικῶν νήσων ζητοῦσαν νά ἀποζημιωθοῦν γιά ὅσα εἶχαν κάνει γιά τόν ἀγῶνα. Ἡ πόλη ἦταν κατάμεστη ἀπό φυγᾶδες καί πρόσφυγες, ἀλλά καί ἀπό ἀσύνταχτους στρατιῶτες καί ἔνοπλες ὁμάδες πού περιφερόταν ἄσκοπα καί, ἀδιαφορῶντας γιά τόν πόλεμο, ἀπαιτοῦσαν χρήματα καί ἀποζημιώσεις. Οἱ πρόσφυγες καί πλήθη ἀπό δυστυχισμένους ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά καί γέροντες κακοπαθοῦσαν χωρίς στέγη καί τροφή.

Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 8 Ἰουνίου 1826 οἱ ἀγανακτισμένοι καί ἐξαγριωμένοι στρατιῶτες, ἀκούσια «ὄργανα τῶν φατριῶν καί τῆς ἰδιοτελείας», ἔθεσαν τελεσιγραφικά τήν ἀπαίτηση νά πληρωθοῦν. Στήν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, μέσα σέ βαριά ἀτμόσφαιρα, εἶχε συγκεντρωθεῖ μέγα πλῆθος λαοῦ πού «κατηφής καί περίτρομος» ἀγωνιοῦσε, ἐνῶ «ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νά καταποντισθεῖ εἰς ἕνα ἀδελφοκτόνο ἀγῶνα» καί «οὐδείς ἐτόλμα νά λαλήση, οὐδείς νά προτείνη τι πρός σωτηρίαν ὅλων».

Τότε, μέσα στήν ἀνήσυχη σιωπή, ἀναδύθηκε αὐτόκλητος μέσα ἀπό τό πλῆθος ὁ σεμνός καί ἀνιδιοτελής δάσκαλος τοῦ Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, πλησίασε τόν πλάτανο στό κέντρο τῆς πλατείας καί μίλησε μέ βροντώδη φωνή: « Ἡ Πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος˙ πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρῖτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας, καί ἤδη ἀργοί καί λιμῶντες μᾶς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ' ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν εἴμεθα ἄξιοι νά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται. Ἰδού ἡ πενιχρά συνεισφορά μου. Ἄς μέ μιμηθεῖ ὅστις θέλει.» Καί διακόπτοντας τόν λόγο του ἔριξε κάτω λίγες λίρες, τίς μόνες πού εἶχε. Ἐπειδή ὅμως θεώρησε τήν προσφορά του μικρή, σέ λίγο συνέχισε : «Ἀλλ' ὄχι, ἡ συνεισφορά αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλά ἔχω ἐμαυτόν καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη γιά τά παιδία του; ἄς καταβάλη ἐνταῦθα τό τίμημα!»

Ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Γεννάδιου δέν μείωσε τήν ἐντύπωση τοῦ λόγου του. «Ὅλοι ἄρχισαν νά συνεισφέρουν στρατιωτικοί καί πολιτικοί, τό πολυτιμότερον ὁποῦ ἕκαστος εἶχεν ἐπάνω του καί τό ἀκριβώτερον, καί ἐξακολουθοῦσαν νά δίδουν καί τάς ἑπομένας ἡμέρας.» Ἡ συγκέντρωση πῆρε μεγαλύτερη διάσταση μέ τήν ἄφιξη ἑκατοντάδων παιδιῶν ὅλων τῶν σχολείων μέ τήν ἐθνική σημαία, ἐνῶ ὁ φλογερός Γεννάδιος συνέχιζε, καταγγέλλοντας τήν ἰδιοτέλεια καί τήν φιλαρχία καί ἐξορκίζοντας τόν λαό νά ἐμποδίσει τήν «ἐκ νέου τῆς Ἑλλάδος τήν δουλικήν ἡμέραν καί ταπείνωσιν!»

«Τό ἀποτέλεσμα τῆς φιλοπάτριδος ταύτης δημηγορίας ὑπῆρξε καταπληκτικόν. Ὁ λαός ἐκινήθη εἰς δάκρυα καί ἡ συναίσθησις τοῦ καθήκοντος ἐφαίνετο ὅτι διηγέρθη ὀξύτερον ἤ ὑπό τῶν πολλῶν ἐκκλήσεων καί ἐπειγουσῶν διαξηρύξεων τῆς Διοικήσεως. Πολλοί ἀνεφώνησαν προσφέροντες χρήματα, ὥστε κατέστη ἐπάναγκες νά ὁρισθῆ ἐπιτροπή ἐκ τοῦ λαοῦ πρός παραλαβήν τῶν προσφορῶν. Διωρίσθη γραμματεύς ὅπως ἐγγράφη αὐτάς καί μεγαλοφώνως ἠγγέλλετο ἑκάστου τό ὄνομα καί τό ποσόν. Ἕτεροι ρήτορες ἠκολούθησαν καί ἡ συγκίνησις διήρκεσεν δι' ὅλης τῆς ἡμέρας. Συνωθοῦντο πάντες, τίς πρῶτος νά προσφέρη καί ἐφιλοτιμοῦντο νά τύχωσι τῶν ἐπευφημιῶν δι' ὦν τό πλῆθος ἐχαιρέτιζε τάς προσφοράς ἐκείνας αἵτινες ἐφαίνοντο μεγάλαι ἐν συγκρίσει τῶν μέσων τοῦ δωροῦντος. … Ἀλλά κραυγή πάντη διάφορος, ἔκρηξις ἐνθουσιώδους ἐπευφημίας, ἐπηκολούθησε τήν ἀγγελίαν τοῦ μηνύματος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, ὅστις ἔλεγε ὅτι χρήματα μέν δέν εἶχε, ἀλλά πρόσφερε τόν χρυσοῦν κολεόν (τό θηκάρι) καί τά κοσμήματα τοῦ ξίφους του, μεγίστης ἀξίας παρακαλῶν νά τηρηθῶσι ταῦτα ὡς κατάθεμα, ἕως οὗ δυνηθῆ νά πέμψη χίλια γρόσια, ὡς λύτρα αὐτῶν. Ὁ δυστυχής εἶχε κάμει ὅ,τι πλέον ἠδύνατο καί τώρα ἐπένετο».

Οἱ αὐθόρμητες προσφορές ἦταν πλέον ἀθρόες. Ὅλοι ἔδιναν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, χρήματα, κοσμήματα, χρυσά ἤ ἀσημένια ρολόγια. Οἱ γυναῖκες ἔδιναν τά νυφικά τους δακτυλίδια. Ἡ Μυκονιάτισσα Μαντώ πού εἶχε προσφέρει ὅλη της τήν περιουσία γιά τόν ἀγῶνα, πρόσφερε τώρα ὅ,τι ἀπόμενε. Ἡ Πατρινή Καλλιόπη ἔφερε τά κοσμήματα καί τά δῶρα τοῦ ἀρραβώνα της. Ὁ φτωχός καί ἔντιμος Νικηταρᾶς ἔδωσε τό μόνο πολύτιμο ἀντικείμενο πού κατεῖχε, ἕνα πολύτιμο τούρκικο σπαθί πού τοῦ εἶχαν χαρίσει γιά τά ἀνδραγαθήματά του, ὅταν στήν ἅλωση τῆς Τρίπολης εἶχε ἀποφύγει νά πάρει κάτι ἀπό τά λάφυρα.

Ὅμως, οἱ συνεισφορές πού ἔδιναν οἱ στρατιῶτες καί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκαναν τήν πιό βαθιά ἐντύπωση. « Ἕνας πυροβολητής τῆς Φρουρᾶς, πρόσφερε ὅλη τήν περιουσία του δηλ. 200 γρόσια (σ’ ἐθνική ὁμολογία) καί δύο ρουπιέδες (μισό τάλληρο). Κι' ἕνας ἄρρωστος στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ, ὅσα εἶχε, δηλαδή ἕνα ἀργυρό χαϊμαλί, πού εἶχε κρεμάσει στό λαιμό του γιά τίς ἐχθρικές σφαῖρες καί ἕνα τάλληρο. Ἄλλοι στρατιῶτες ἔδιναν, ὅσοι εἶχαν ἀργυροστολισμένα ὅπλα, ἤ ἔσχιζαν τίς χρεωστικές ἀποδείξεις μισθῶν, γιά περασμένους μῆνες, πού τούς εἶχε δώσει ἡ κυβέρνηση. Μιά γρηά, πού ἕνας Ἀράπης τῆς εἶχε κόψει τό ἕνα αὐτί, ἦρθε στήν ἐπιτροπή καί, ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπό τό μοναδικό της αὐτί, τό χρυσό σκουλαρίκι της, τό πρόσφερε. Ἕνα φτωχό παιδάκι, πού ζητιάνευε ἤ καί κουβαλοῦσε νερό γιά νά ζήσει, ἔβγαλε ἀπό τήν ζώνη πού τά εἶχε ραμμένα δύο τάλληρα, ὅλες δηλαδή τίς οἰκονομίες του ἀπό τίς ἐλεημοσύνες καί τά πρόσφερε».

Ὅμως, τό κορύφωμα ἦταν ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ πασίγνωστη καί θλιβερή Ψωροκώσταινα, πρόσφυγας ἀπό τίς Κυδωνίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού τήν εἶχαν καταστρέψει οἱ Τοῦρκοι, σφάζοντας τόν ἄντρα της καί παίρνοντας τά παιδιά της. Ἡ ἀρχόντισσα στόν τόπο της Ψωροκώσταινα ἐπιβίωνε στό Ναύπλιο ζητιανεύοντας, παράλληλα ὅμως περιμάζευε, ἔπλενε καί φρόντιζε τά ὀρφανά παιδιά πού περιφέρονταν στούς δρόμους. Ἦταν λοιπόν τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀξέχαστης ἐκείνης μέρας ἡ στιγμή πού ἡ ταλαίπωρη Ψωροκώσταινα πλησίασε τήν ἐπιτροπή και πρόσφερε τό ἀσημένιο δακτυλίδι της καί τό μοναδικό γρόσι πού φύλαγε στόν κόρφο της.

Μέ τίς εἰσφορές εἶχε συγκεντρωθεῖ σημαντικό ποσό, ὥστε νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἄμεσες ἀνάγκες τῶν πολεμιστῶν καί τοῦ ἐξοπλισμοῦ των. Ὅμως ὁ Γεννάδιος κάλεσε τόν λαό καί τόν στρατό νά ἀντιμετωπίσουν τό ἰσχυρό ἱππικό τῶν Τούρκων καί ζήτησε τή δήμευση τῶν ἀλόγων. « Ἀλλά ποῦ, θέλομεν εὕρει τούς ἵππους;… ἄν δέν μᾶς τούς δίδωσι, τούς παίρνομεν διά τῆς βίας;» ρώτησε. «Προτοῦ νά προφθάσουν λαός καί στρατός νά κινηθοῦν. Ὅλοι οἱ προεξάρχοντες ἠναγκάσθησαν νά τούς παραδώσωσιν. Ζαϊμης ὁ Πρόεδρος προέλαβε τούς ἄλλους , διότι ἡ οἰκία τους ἦτο παρά τήν πλατεῖαν καί ἤκουσε τούς λόγους τοῦ Γενναδίου. Τρεῖς θαυμάσιοι ἄραβες ἵπποι ἀμέσως προσεφέρθησαν ἐξ ὁνόματος τοῦ Προέδρου… Ἡ ἔξαψις ἀνάγκασε τούς προύχοντας καί τούς πλουσίους νά προσέλθωσι καίτοι ἄκοντες». Ἔτσι, συγκεντρώθηκεν ἱκανός ἀριθμός ἀπό ἄλογα.
Ὁ Γεννάδιος συνέχισε ἀκάθεκτος: « Ἱππικόν θά σχηματίσωμεν. Τώρα θά σᾶς ἐρωτήσω: Θά ἐκστρατεύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τῶν ἐχθρῶν;» Καί ἐνῶ τά παιδιά τῶν σχολείων φώναζαν : «Σώσατε, σώσατέ μας ἀπό τόν Τοῦρκο!», οἱ στρατιῶτες ἀπάντησαν κλαίγοντες μέ τήν κραυγή : « Εκστρατεύομεν, παιδιά μας, εκστρατεύομεν!»

Ὁ Γεννάδιος ἦταν πλέον ὁ παντοδύναμος κυρίαρχος τῶν περιστάσεων ἐκείνων. Ἄν ἤθελε μποροῦσε νά κυβερνήσει, ὅπως τοῦ πρότειναν. Ὅμως ὁ ἀνιδιοτελής καί σεμνός ἐκεῖνος πατριώτης, «σωτήρ τῆς πατρίδος», δέν εἶχε προσωπικές φιλοδοξίες. Προτίμησε νά ἐπιστρέψει στό ἐκπαιδευτικό του έργο.


(Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες των Ν. Σπηλιάδη, Α.Ραγκαβή, Νικ. Κασομούλη, Μ.Γούδα, Δρ Σάμουελ Χάου καί τήν αφήγηση του Τάκη Αργ. Σταματόπουλου)

Η ιστορική Θράκη

Μεγάλη και πολύμορφη, κατοικούμενη από πολλούς λαούς είναι η ευρύτερη Θράκη. Πάνω από δασωμένα, γεμάτα μυστήριο βουνά ξεκινούν ποτάμια, που περνώντας από εύφορες πεδιάδες με μαύρο λιπαρό χώμα, καταλήγουν σε τρεις θάλασσες. Το βλέμμα ελεύθερο, δεν συναντά τα βουνά και τη θάλασσα όπως στη Νότια Ελλάδα, αλλά χάνεται μέσα στις θαμπές, γεμάτες θλίψη και απροσδιόριστη γοητεία, πεδιάδες.

Η διαυγής σκέψη των Ελλήνων παίρνει στη Θράκη δρόμους διαφορετικούς. Δρόμους, που οδηγούν στις ιδιόμορφες αντιλήψεις και τα βαθιά αισθήματα του βυζαντινού ελληνικού κόσμου.
Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, ένα φαινόμενο δϊιστορικό, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.
Ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης είναι η Θράκη. Η Κωνσταντινούπολη η ίδια ξεπερνά, ως αυτοκρατορική πόλη, τη σημασία και τη βαρύτητα της Θράκης. Έχει προσφυώς λεχθεί ότι η Κωνσταντινούπολη μόνη της αξίζει όσο μια αυτοκρατορία. Αυτός που την κατέχει μπορεί να επιδιώξει την παγκόσμια κυριαρχία.
Η σημασία της Θράκης για τον Νέο Ελληνισμό δεν είναι μόνο αυτή ενός συστατικού χώρου, γιατί η Θράκη αποτελεί το άνοιγμά του προς τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, χώρους θεμελιώδεις γι' αυτό που ονομάζουμε οικουμενικότητα. Άλλωστε στον θρακικό χώρο βρίσκεται η για δεκαέξη αιώνες μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Βάθρο και πηγή του Νέου Ελληνισμού είναι ο βυζαντινός κόσμος. Η ελληνική ιστορία είναι συνεχής και αδιάσπαστη ως αποτέλεσμα πολιτισμικής συνέχειας και πολιτισμικής συνέπειας. Σήμερα, το συλλογικό υποσυνείδητό μας αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα σε αντιδιαστολή προς τις πραγματικότητες που είχαν διαμορφωθεί στην ευρύτερη Ανατολή μετά την αναγέννηση και την ακμή του Νέου Ελληνισμού κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Αυτό ισχύει και για την ευρύτερη Θράκη, της οποίας η εξέλιξη συναρτάται με χαρακτηριστικούς τρόπους με τις διαδικασίες που οδήγησαν στην ακμή του Νέου Ελληνισμού και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Το δίπολο Αθήνα - Κωνσταντινούπολη με κόμβους και προεκτάσεις την Οδησσό, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια δεν υπάρχει πλέον˙ γεγονός του οποίου η σημασία δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητή και, πολύ περισσότερο, δεν έχει αποτιμηθεί. Ο χώρος της Θράκης αποτελούσε σημαντικό πλαίσιο στην πραγματικότητα που περιγράψαμε αλλά και συνέδεε το προς την Ευρώπη προσανατολισμένο ελληνικό κράτος με την καθ' ημάς Ανατολή.
Οι πραγματικότητες της καθ' ημάς Ανατολής, του άξονα Αθήνας - Κωνσταντινούπολης και του προς την Ευρώπη προσανατολισμένου ελληνικού κράτους αντιπροσωπεύουν, κατά την αντίληψή μας, μία περίοδο ακμής του Ελληνισμού γενικότερα και της Θράκης ειδικότερα και είναι αποτελέσματα μακραίωνων ιστορικών διαδικασιών.
Πρόκειται για διαδικασίες που είναι αποτελέσματα μιας αναστάσιμης ιδεολογίας και ενός αναγεννητικού αιτήματος που αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας. Η αντίληψη πάλι δικά μας θάναι βρίσκεται πίσω από την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα˙ εξέλιξη που διακόπτεται απότομα το 1922.
Η ιδέα του κρατικοποιημένου έθνους, που δρομολόγησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, παίρνει, κατά τον 20ο αιώνα, απόλυτες μορφές στα Βαλκάνια και την Ανατολή και οδηγεί σήμερα στη δημιουργία εθνικών κρατών και μετακινήσεις πληθυσμών σε κολοσσιαία κλίμακα. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα είναι η εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία.
Η δημιουργία εθνικών κρατών στα Βαλκάνια σημαίνει μεγάλες δοκιμασίες για τον θρακικό Ελληνισμό. Η χώρα της Θράκης διασπάται σε τρία τμήματα, που σήμερα ανήκουν σε τρία διαφορετικά εθνικά κράτη.
Η ασύλληπτης έκτασης τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή δημιουργεί νέες πραγματικότητες για τον Ελληνισμό. Δεν υπάρχει πια ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ανατολικού Ελληνισμού και οι Έλληνες αποτελούν πλέον ένα μικρό κρατικοποιημένο έθνος. Ο Ανατολικός Ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθορά. Δεν χάνεται μόνο ένα τμήμα του από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αλλά μαζί οι πατρίδες τους, οι παραδόσεις τους, οι θεσμοί τους, η κοινωνική συνοχή τους και τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Όσον αφορά τη Θράκη, η μοίρα της καθορίσθηκε ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι πια καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή, η οποία ακόμη παραμένει ανεξήγητη, αδικαιολόγητη και κυριολεκτικά άγνωστη.
Σήμερα η Ελληνική Θράκη αποτελεί μια ιδιάζουσα και πολύτιμη πολιτιστική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακραίωνης συμβίωσης του ανήσυχου ελληνικού στοιχείου με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Αποτελεί επίσης ένα ενδιάμεσο χώρο που μπορεί να συνδέσει την Ελλάδα με τα Βαλκάνια και την Ανατολή.
Το σύγχρονο αίτημα για τη Θράκη, ως τμήμα του ελληνικού κράτους, είναι η αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών της. Τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα, τα οποία συνεπάγονται τη δημιουργία ενιαίου χώρου στα Βαλκάνια, δημιουργούν νέες προκλήσεις για τη χώρα μας. Η Θράκη πλέον βρίσκεται ξανά στο κέντρο ενός τεράστιου αναπτυσσόμενου χώρου και επανακτά τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα που τη χαρακτήριζαν κατά τη μακραίωνη ιστορία της.
Η συμμετοχή του ελληνικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οικονομική ανάπτυξη, η δημογραφική ανάκαμψη, η κοινωνική συνοχή και η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε μια ανοικτή κοινωνία, είναι οι παράγοντες που εξασφαλίζουν, ως ένα βαθμό, τις προϋποθέσεις για την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ελληνικής Θράκης.

Ο διαχωρισμός Δύσης και Ανατολής

Συνεχίζεται και στο τεύχος του Ιανουαρίου 2009 της «Διπλωματικής Μοντ» από τον αρχισυντάκτη της Alain Gresh (άρθρο με τίτλο «Η επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας από τη Δύση») η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος (βλ. το άρθρο μας στο Αντίβαρο «Ο οριενταλισμός δεν έχει μέλλον»).

Αναδιφώντας την πρόσφατη βιβλιογραφία ο Alain Gresh προσπαθεί να προσδιορίσει τους όρους κάτω από τους οποίους η Δύση αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει επιλεκτικά τις ιστορικές διαδικασίες που οδήγησαν και συντηρούν τον διαχωρισμό Δύσης και Ανατολής και την παγκόσμια επέκταση και κυριαρχία της Δύσης. Οπωσδήποτε, το θέμα αντιμετωπίζεται με όρους ιστορικών συμβάντων, ενώ υποβαθμίζονται οι πολιτισμικές συνιστώσες που, κατά τη γνώμη μας, συνιστούν τις προϋποθέσεις, που επιβάλλουν την αντιπαράθεση Ασίας–Ευρώπης και τους όρους κάτω από τους οποίους έχει επιβληθεί και συνεχίζει η παγκόσμια κυριαρχία της Δύσης.

Κατά τον Alain Gresh η αναδιάταξη του παγκόσμιου συστήματος προς όφελος νέων συντελεστών, όπως η Ινδία και η Κίνα, τείνει να δημιουργήσει στη Δύση ένα ψυχισμό απειλής και μανιχαϊστικής αντίληψης της ιστορίας. Αναβιώνει κατά κάποιο τρόπο η έκκληση για σταυροφορία που απηύθυνε ο Κάιζερ Γουλιέλμος B στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η διαφαινόμενη τότε εξέγερση των αποικιών φαινόταν να απειλεί την Ευρώπη. Μέσα από τέτοιους ψυχισμούς ο κόσμος ερμηνεύεται και τοποθετείται μέσα σε μια διαρκή αντιπαράθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας. Ο κόσμος εμφανίζεται διπολικός και η σύγκρουση Ανατολής–Δύσης και Ευρώπης–Ασίας θεωρείται ως ο άξων της παγκόσμιας ιστορίας. Χαρακτηριστικά παρουσιάζονται πρόσφατες μελέτες, όπως το βιβλίο του Anthony Pagden, που έχει διδάξει στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ και του Χάρβαρντ, «Κόσμοι σε πόλεμο – Η 2500 ετών πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης» και το βιβλίο του Paul Cartledge, καθηγητή της ελληνικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, «Θερμοπύλες. Η μάχη που άλλαξε τον κόσμο».

Τα βιβλία αυτά, που έτυχαν ευρείας αποδοχής στον αγγλοσαξονικό κόσμο, παρουσιάζουν την ανθρώπινη ιστορία ως συνεχή εξέλιξη της διαχρονικής αντιπαράθεσης Ευρώπης - Ασίας. Κατά τον Anthony Pagden: «Η φωτιά που άναψε στην Τροία, συνεχίζει να καίει με τους Πέρσες να διαδέχονται τους Τρώες, τους Φοίνικες να διαδέχονται τους Πέρσες, τους Πάρθους να διαδέχονται τους Φοίνικες, τους Σασσανίδες να διαδέχονται τους Πάρθους, τους Άραβες να διαδέχονται τους Σασσανίδες, τους Τούρκους να διαδέχονται τους Άραβες…».Κατά τον ίδιο: «Ο Ηρόδοτος μας δείχνει ότι αυτό που ξεχωρίζει τους Έλληνες από τους Πέρσες, ή τους Ασιάτες από τους Ευρωπαίους, ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ από τις πολιτικές διαφορές. Ήταν μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη που καθόριζε τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης». Ο Paul Cartledge δεν διστάζει να δηλώσει ότι το γεγονός της 11/9 ανανεώνει τη σημασία των Θερμοπυλών στη σύγκρουση δεσποτισμού και ελευθερίας. Μία παραλλαγή των αντιλήψεων αυτών εκφράζει και σε επικοινωνιακό επίπεδο το φιλμ «300», το οποίο εκτός από τα ταμεία στόχευε και στη δαιμονοποίηση του Ιράν.

Είναι γεγονός ότι ο διαχωρισμός Ευρώπης -Ασίας οφείλεται στους Έλληνες. Μέσα στις «Ιστορίες» του Ηρόδοτου, στους «Πέρσες» του Αισχύλου ή στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, είναι ήδη σαφής και παραμένει αμετάβλητος μέχρι σήμερα ο διαχωρισμός Ευρώπης και Ασίας, Ανατολής και Δύσης. Κατά την κλασική αρχαιότητα η Δύση και η Ευρώπη είναι κυρίως η Ελλάδα και αυτή την Ελλάδα θέλουν και επιμένουν να ξέρουν οι Δυτικοί. Κατά τον Marcel Detienne, καθηγητή στο πανεπιστήμιο John Hopkins, συγγραφέα του βιβλίου «Οι Έλληνες και εμείς. Μια συγκριτική ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάδας», η ευρωπαϊκή ιστορία αρχίζει με τους Έλληνες. Το γεγονός αυτό, όπως και το ότι οι Έλληνες δεν μοιάζουν με κανέναν από τους άλλους, είναι ουσιώδες για τη δημιουργία των ευρωπαϊκών εθνικών μύθων και της επιμονής στην ιδέα της Δημοκρατίας.

Τέτοιες αντιλήψεις μοιάζουν σαν να οδηγούν στην επανεμφάνιση κάποιου κλασικισμού και ίσως αναζωογονήσουν τις κλασικές σπουδές, αν και οφείλονται σε συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες και δεν φαίνεται να εδράζονται σε βαθύτερα αίτια. Ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τη συγκρουσιακή και μανιχαϊστική παρουσίαση της ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν αναφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επικών αγώνων και παραμένει στο περιθώριο. Κατά την αντίληψή μας η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά το ότι μπορεί άνετα να τοποθετηθεί στο σχήμα της αντιπαράθεσης Ανατολής–Δύσης, παρουσιάζει το ακανθώδες πρόβλημα του ενδιάμεσου χώρου, ο οποίος βρίσκεται εκτός της μανιχαϊστικής διαίρεσης του κόσμου.

Υπάρχουν ωστόσο και απόψεις που δεν συμβιβάζονται προς την ιδέα της κάθετης διαίρεσης Ανατολής–Δύσης. Ορισμένοι αγγλοσάξονες συγγραφείς απορρίπτουν την ιδέα της μοναδικότητας της Ευρώπης και αμφισβητούν την αντίληψη της ευρωπαϊκής συνέχειας από την εποχή της ελληνικής αρχαιότητας. Σύμφωνα με το John Hobson, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Sheffield και συγγραφέα του βιβλίου «Οι ανατολικές αρχές του δυτικού πολιτισμού», ο ευρωκεντρισμός επιβάλλει την εσφαλμένη αντίληψη της υπεροχής της Δύσης και του διαχωρισμού της από τον υπόλοιπο κόσμο και δημιουργεί την ανάγκη της προστασίας από κάποιον ανύπαρκτο κίνδυνο, τον κίνδυνο των βαρβάρων. Και κατ’ άλλους, ο φόβος των βαρβάρων είναι μια καταστρεπτική ψευδαίσθηση, που μπορεί να αντιμετωπισθεί με την προσφυγή στην αυθεντική παράδοση του Διαφωτισμού, την αναγνώριση γενικών αξιών με παγκόσμια εφαρμογή, όπως και την κατανόηση και αποδοχή του πολιτισμικού πλουραλισμού. Οι δυτικοί προσπάθησαν να διαμορφώσουν τον κόσμο ξεκινώντας από μια ταυτότητα που δικαιολόγησε ηθικά τον ιμπεριαλισμό και την επέκταση. Βάρβαρος είναι αυτός που πιστεύει ότι ένα άτομο ή ένας λαός μπορεί να υποστεί μεταχείριση που δεν θα την επιθυμούσε ο ίδιος. Είναι ο φόβος των βαρβάρων που κάνει τους ίδιους τους Ευρωπαίους βάρβαρους, ώστε το κακό που γίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που φοβούνται. Μόνο το άτομο που αναγνωρίζει την ατομικότητα και την ύπαρξη του άλλου μπορεί να θεωρείται πολιτισμένο.

Μέσα στα πλατειά κύματα της ιστορίας πολλοί λαοί, και μεταξύ τους ο ελληνικός λαός, έχουν πράγματι εμπειρία αυτού που άλλοι αμφισβητούν ως κίνδυνο των βαρβάρων. Και μάλιστα εμπειρία που είναι αμφίδρομη, ξεκινά και από την Ανατολή και από τη Δύση.

Ο κόσμος χωρίς πυρηνικά όπλα

Παράλληλα με το γεγονός του πολλαπλασιασμού των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ενέργειας και τις φιλοδοξίες χωρών του τρίτου κόσμου για κατασκευή πυρηνικών όπλων, φαίνεται ότι οι πολιτικές και στρατηγικές συγκυρίες υποχρεώνουν τις ΗΠΑ να επιδιώξουν την κατάργηση των πυρηνικών οπλοστασίων.
Εκτός από την αποστροφή του λόγου, που εκφώνησε κατά την ορκωμοσία του ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, εμφανίζονται και δημοσιεύματα που μιλούν για την ανάγκη κατάργησης των πυρηνικών οπλοστασίων σε παγκόσμια κλίμακα. Χαρακτηριστικό είναι άρθρο που δημοσιεύει η έγκυρη επιθεώρηση Foreign Affairs στο τελευταίο τεύχος του 2008. Ακόμη εμφανής είναι, όπως φάνηκε κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ, η διακομματική συναίνεση στο θέμα αυτό.
Είναι γεγονός ότι η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ επαρκεί τόσο, ώστε να μην είναι πια αναγκαία η ανάπτυξη ή η χρήση πυρηνικών όπλων. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η κατάρρευση της αντίπαλης υπερδύναμης περιόρισε την αναγκαιότητα του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ σε μέσο αποφυγής της χρήσης πυρηνικών όπλων από άλλες δυνάμεις. Σήμερα, 20 χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η διατήρηση των πυρηνικών οπλοστασίων και η σκοπιμότητά τους τίθεται σε αμφισβήτηση, ενώ αναζητείται ο στρατηγικός ρόλος τους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο είναι απαραίτητο για αποτροπή ή ακόμη για καταστροφή κρυφών ή υπόγειων στόχων σε εχθρικές χώρες, όπως και για την αντιμετώπιση πολλών απειλών, όπως χημικά και βιολογικά όπλα μαζικής καταστροφής ή μαζικές συμβατικές στρατιωτικές συγκεντρώσεις. Ωστόσο, η σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ είναι σήμερα η πιθανότητα ότι κάποιοι, όπως οι αποκαλούμενοι τρομοκράτες, θα επιφέρουν ένα απροσδόκητο πυρηνικό πλήγμα εναντίον τους. Η διάδοση των πυρηνικών όπλων και ο πολλαπλασιασμός των πυρηνικών εργοστασίων ενισχύουν την απειλή αυτή.
Είναι, λοιπόν, προτιμότερη για τις ΗΠΑ μια διεθνής ισορροπία μηδενικής βάσης, όπου κανείς δεν θα διαθέτει πυρηνικά όπλα, αλλά και τα προϊόντα-κατάλοιπα των πυρηνικών εργοστασίων θα ελέγχονται αυστηρά, ώστε να εμποδίζεται η πολεμική τους χρήση από οποιονδήποτε.
Ωστόσο, η μετάβαση σε μια τέτοια κατάσταση φαίνεται να παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες: όπως είναι σήμερα τα πράγματα, κάθε χώρα που διαθέτει πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας αποκτά αυτόματα εμπλουτισμένο ουράνιο και κοβάλτιο ως υποπροϊόντα της παραγωγής. Για πολλά χρόνια, η κατοχή τέτοιων υλικών από χώρες, που διέθεταν πυρηνικά εργοστάσια ενέργειας, δεν είχε μεγάλη σημασία, αφού οι δυσκολίες κατασκευής πυρηνικών όπλων ήταν τεράστιες. Όμως, σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο εμπλουτισμός του ουρανίου με φυγοκεντρισμό και ο διαχωρισμός του πλουτωνίου από τα βιομηχανικά κατάλοιπα βασίζονται σε τεχνολογίες που είναι πια ευρέως γνωστές και που βρίσκονται στη διάθεση κάθε χώρας αποφασισμένης να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα. Τι είδους έλεγχοι των καταλοίπων των πυρηνικών εργοστασίων θα επιβληθούν και πώς θα εφαρμοσθούν;
Υπάρχει ήδη η εμπειρία της Συμφωνίας για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η οποία απεδείχθη ανεπαρκής, αφού η Ινδία, το Ισραήλ και το Πακιστάν ουδέποτε την αποδέχθηκαν, ενώ η Βόρειος Κορέα και το Ιράν, παρ΄ όλο που την υπέγραψαν, βρήκαν τρόπους να την παραβιάσουν. Ωστόσο, η ουσιαστική αδυναμία της συμφωνίας αυτής ήταν το ότι επέτρεπε την κατοχή ουρανίου και πλουτωνίου για ειρηνικούς σκοπούς.
Τώρα ζητείται πλέον ο καθολικός και ασφυκτικός έλεγχος των πυρηνικών υλικών. Σε σχέση με τους μηχανισμούς ελέγχου, μπορεί κανείς να διακρίνει στα άρθρα που δημοσιεύθηκαν την ανομολόγητη πρόθεση του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ να καταστήσουν τη χώρα τους σε κάποιο βαθμό επιδιαιτητή των στρατηγικών ισορροπιών σε παγκόσμια κλίμακα και να ενισχύσουν τη σημασία της ως υπερδύναμης. Επί πλέον, με την κατάργηση των πυρηνικών όπλων ενισχύεται η σημασία της τεχνολογικής υπεροχής της στρατιωτικής δυνατότητας, που παρά την οικονομική κάμψη τους διαθέτουν οι ΗΠΑ. Αυτό, βέβαια, είναι ένα κόστος που πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, αν ο κόσμος απαλλαγεί από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς.
Πριν όμως επιβληθούν έλεγχοι των πυρηνικών καταλοίπων σε παγκόσμια κλίμακα θα πρέπει να φθάσουμε σε μια κατάσταση μηδενικής βάσης για τα πυρηνικά οπλοστάσια όλων των χωρών. Υπάρχουν σήμερα περισσότερα από 25.000 πυρηνικά όπλα, των οποίων το 95% μοιράζονται ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Επιπλέον υπάρχουν διάσπαρτοι σε 40 χώρες σε όλο τον κόσμο 3.000 τόνοι πυρηνικού υλικού, αρκετού για την κατασκευή 250.000 πυρηνικών όπλων.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να πεισθούν όλα τα μέλη της πυρηνικής λέσχης, αλλά και οι επίδοξες πυρηνικές δυνάμεις να καταστρέψουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, να διακόψουν την έρευνα και την παραγωγή πυρηνικών όπλων και να θέσουν τα πυρηνικά υλικά που διαθέτουν κάτω από διακρατικούς ελέγχους. Μια τέτοια παγκόσμια συναίνεση απαιτεί τη διευθέτηση περιφερειακών προβλημάτων και τη συμφωνία ορκισμένων αντιπάλων, δηλαδή, απαιτείται, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια παγκόσμια τάξη που θα διευθετήσει όχι μόνο συγκρούσεις και στρατηγικές ανισορροπίες σε επίπεδο υπερδυνάμεων, αλλά και συγκρούσεις και απειλές σε περιφερειακά περιβάλλοντα. Αν για τις ΗΠΑ τα πυρηνικά όπλα και η διάδοσή τους αποτελούν απειλή, αυτό δεν ισχύει για τη Ρωσία, το Πακιστάν και, πολύ περισσότερο, για το Ισραήλ. Οι χώρες αυτές βασίζουν τη στρατηγική ισορροπία με ισχυρότερους αντιπάλους στην πυρηνική απειλή, δηλαδή στη δυνατότητα που έχουν για αποτροπή και απάντηση με πυρηνικό πλήγμα. Αλλά και τα υπόλοιπα επίσημα και ανεπίσημα μέλη της πυρηνικής λέσχης έχουν το καθένα τους λόγους του, για τους οποίους δύσκολα θα συμφωνήσουν στην κατάργηση της πυρηνικής τους δύναμης. Η Γαλλία έχει συνδέσει τους πυρηνικούς εξοπλισμούς με την εθνική της ανεξάρτητη στάση. Το Ιράν επιδιώκει τον πυρηνικό εξοπλισμό για να αποτρέψει τις πολλαπλές απειλές εναντίον του. Μόνο η Ινδία και η Κίνα έχουν σαφώς αποδεχθεί τη λογική της χρήσης του πυρηνικού τους δυναμικού αφού και εφ΄ όσον υποστούν πυρηνική προσβολή.
Οπωσδήποτε, την κατεύθυνση για μια κατάσταση μηδενικής βάσης στους πυρηνικούς εξοπλισμούς πρέπει να δώσουν οι ίδιες οι ΗΠΑ, μετατρέποντας το αμυντικό τους δόγμα το οποίο δίνει ένα «κρίσιμο ρόλο» στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο και πραγματοποιώντας θεμελιώδεις αλλαγές στην αμυντική τους στρατηγική. Μία προσπάθεια για ένα επιτυχές μοντέλο μηδενικής βάσης στα πυρηνικά οπλοστάσια απαιτεί ισότητα για όλους, εκμηδενισμό των απειλών και ευρεία σύμπτωση συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανεξάρτητα από τα κίνητρα, τις προθέσεις και τις επιδιώξεις τους, η ανάγκη για κατάργηση των πυρηνικών όπλων επιβάλλει στις ΗΠΑ ένα ανθρωπιστικό πρόταγμα με ιστορικές διαστάσεις. Ίσως η σημερινή συγκυρία επαναφέρει τις ΗΠΑ σε ρόλο που θα τις ανταμείψει και πάλι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τη διεθνή αναγνώριση και αποδοχή.

Ενας πολιτισμικός πρόσφυγας

«Όπως όλοι οι Ευρωπαίοι μεγάλωσα και 'γω με την διδασκαλία ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός γεννήθηκε στην Ελλάδα, ότι εμείς, οι πολιτισμένοι του κόσμου είμαστε οι απόγονοι όλων αυτών των θαυμάσιων ανθρώπων όπως ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Φειδίας και χίλιοι δυο άλλοι. Και μάθαμε να λέμε «Δημοκρατία» και «πολιτική» και «οικονομία» και «θέατρο» και «ποίηση» και χίλιες δυο άλλες Ελληνικές λέξεις, και ποτέ δάσκαλος δεν μας είπε ότι είναι περίεργο πώς οι πολιτισμένοι λαοί, όπως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, δεν βρήκαν στις τόσο πλούσιες γλώσσες τους λέξεις για να εκφράσουν τις πιο βασικές δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τέρμα. Και δεν βρέθηκε δάσκαλος που να μας πει ότι μολονότι εμείς είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, υπάρχουν κάποιοι φτωχοί συγγενείς που λέγονται Έλληνες και ίσως νάναι και αυτοί απόγονοι των «δικών» μας αρχαίων προγόνων.
»Έτσι μεγάλωσα. Ύστερα, πριν δεκαπέντε χρόνια, αποφάσισα να κάνω και εγώ ένα ταξίδι – προσκύνημα – στην πατρίδα του πολιτισμού «μου». Και ξεκίνησα για την Ελλάδα.
»Ήταν, όπως είπα, πριν δεκαπέντε χρόνια: ένα ωραίο πρωί του Ιουνίου, ξεμπαρκάρισα στην Ηγουμενίτσα, αρχή του προσκυνήματος.
»Με εντυπωσίασε το τοπίο, τρελλάθηκα με τα βουνά της Ηπείρου, με τα Γιάννενα, έμεινα με ανοιχτό στόμα στη Δωδώνη και νόμισα ότι άρχιζα να νοιώθω την Ελλάδα. Αλλά πριν φθάσω στην Πελοπόννησο και στην Αττική ξέχασα τοπία και αρχαιότητες, γιατί στο Αγρίνιο έπαθα το πρώτο «κοινωνιολογικό σοκ»:
» Ήταν απογευματάκι όταν έφτασα στην πλατεία του Αγρινίου, μόλις είχε τελειώσει η «σιέστα», ήδη ανοίγανε τα καφενεία και αποφάσισα να πιω ένα καφέ. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα, κάθισα σε ένα τραπέζι και παράγγειλα. Αυτή τη στιγμή σηκώνεται από ένα άλλο τραπέζι ο μοναδικός άλλος πελάτης και έρχεται κοντά μου, κάθεται στο τραπέζι μου και αρχίζει να μου μιλάει. Δεν ήξερα τότε ακόμα ελληνικά και με το λεξικό που είχα στην τσέπη μου και με μερικές αγγλικές λέξεις που ήξερε ο συνομιλητής μου, σιγά-σιγά κατάλαβα τι θέλει ο άνθρωπος. Ήθελε να με γνωρίσει. Με ρώτησε από πού είμαι, τι δουλειά κάνω, αν είμαι παντρεμένος, αν ζουν οι γονείς μου και άλλα. Μου είπε ότι ο ίδιος είναι καπνεργάτης. Και τότε έπαθα το σοκ: Πώς γινόταν αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας εργάτης να μιλάει ελεύθερα με έναν αντιπρόσωπο της αστικής τάξης; Πώς μπορεί να ενδιαφέρεται χωρίς συμφέρον – γιατί ήξερε και αυτός, όπως εγώ, ότι ποτέ στη ζωή μας δεν θα ξαναϊδωθούμε – για κάποιον που θα έπρεπε ή να μισεί ή να φοβάται ή, τουλάχιστον, να νοιώθει απέναντί του ένα τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας, που να μην του έρθει ποτέ η επιθυμία να του μιλήσει. Γιατί σε μας, στις ευρωπαϊκές χώρες, αυτές είναι οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων…»
Αυτό το κοινωνιολογικό και πολιτισμικό σοκ ήταν η αφορμή για να παραμείνει τελικά μόνιμα στην Ελλάδα ο Αυστριακός Λαυρέντιος Γκέμερεϋ. Το απόσπασμα που παραθέτουμε ανήκει στην εισαγωγή του αξιοσημείωτου βιβλίου του «Η δύση της Δύσης. Η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός», που κυκλοφόρησε το 1977 και βρίσκεται ακόμη στα βιβλιοπωλεία. Στο βιβλίο αυτό ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ επιχειρεί να αναλύσει τον ζώντα ελληνικό πολιτισμό σε αντιπαράθεση προς τον αστικό και ορθολογικό πολιτισμό της Δύσης. Φθάνοντας στην Ελλάδα ο ίδιος, –διευθυντής τότε του «Διεθνούς Πολιτιστικού Κέντρου» της Βιέννης με σπουδές Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, αλλά και ιερέας του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος–, άρχισε να μελετά την ελληνική πραγματικότητα για να διαμορφώσει μια πολιτισμική και ιστορική εικόνα ολότελα διαφορετική από κείνη που του είχαν μεταδώσει οι σπουδές του.
Εντυπωσιάζεται με τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες δεν παραδέχονται ταξικές διακρίσεις και γοητεύεται από τις ιδιορρυθμίες της ελληνικής νοοτροπίας: τον αυθορμητισμό, τη μόνιμη τάση προς το στιγμιαίο, την περιφρόνηση και απόρριψη κάθε οργανωμένης καταπίεσης, την έλλειψη κάθε συστήματος, δηλαδή μ’ αυτό που, με κάποια περιφρόνηση, ονομάζεται «Ρωμηοσύνη». Τον συγκλονίζει η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα δεν λειτουργεί κανένα σύστημα, όχι γιατί ο Έλληνας είναι υποανάπτυκτος όπως διατείνονται οι Ευρωπαίοι, αλλά γιατί ο Έλληνας αφήνει πάντα περιθώρια για το απρόβλεπτο και αποδέχεται το ανορθολογικό. Διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η «ελληνική ανθρωπιά» δεν είναι ηθική στάση επιβεβλημένη από κυριαρχικές μορφές, αλλά μια αναρχική διακύμανση ανάμεσα στα ατομικά και στα κοινωνικά συμφέροντα. Αποκτά πλέον τη βεβαιότητα ότι στην Ελλάδα βρήκε την παρουσία του αυτόνομου υποκειμένου, το οποίο στη Δύση δεν είναι εφικτό, παρά μόνο σαν αντικείμενο. Θέλει με το βιβλίο του να βοηθήσει τους Έλληνες να δουν τον, εξιδανικευμένο γι’ αυτούς, ευρωπαϊκό πολιτισμό με πιο κριτικό μάτι και εύχεται να γλυτώσουν οι Έλληνες από τον εξευρωπαϊσμό, που τόσο επιθυμούν.
Ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ που είχε γεννηθεί το 1931 στο Γκρατς της Αυστρίας πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα δήλωνε, κατά την δική του έκφραση, «πολιτισμικός πρόσφυγας».

Η κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού

Ονομάζουμε κρίση ταυτότητας τις αμφιβολίες, τα διλήμματα, τη σύγχυση και την ασάφεια νοημάτων και αξιών που ενίοτε συναντώνται στους φορείς ενός έθνους ή ενός πολιτισμού. Είναι ακόμη κρίση ταυτότητας η απώλεια ή η αναζήτηση προσανατολισμών και εθνικών κατευθύνσεων, όπως και η απομάκρυνση του ατόμου από την πολιτισμική πραγματικότητα που το στηρίζει και το καθορίζει. Με άλλα λόγια, η κρίση ταυτότητας είναι μια κατάσταση λήθης, απώλειας και αμφιβολίας, όπου αξίες που θεωρούνται θεμελιώδεις εξασθενούν και αμφισβητούνται, ώστε η κοινωνία και το άτομο να αντιμετωπίζουν ένα κενό.Ακόμη, η κρίση ταυτότητας μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα της έντονης και αλλοτριωτικής επίδρασης ενός έθνους η ενός πολιτισμού πάνω σε άλλα έθνη η πολιτισμούς. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού καταλήγει σε κρίση ταυτότητας, και κατά κανόνα αυτό συμβαίνει με διάφορες μορφές. Κρίση ταυτότητας για πολλούς λαούς συνεπάγονται, λοιπόν, η διαχρονική παγκόσμια τάση προς εξομοίωση προς τις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες και η επίδραση που έχει η αίγλη της δυτικοποίησης και του εκμοντερνισμού. Τάση, που επιβάλλεται από το παγκόσμιο σύστημα και την παγκόσμια εξάπλωση της Δύσης. Η αναμέτρηση του ελληνικού κόσμου προς την Ανατολή και προς τη Δύση είναι το κύριο αίτιο για τη διαχρονική κρίση ταυτότητας που ο Νέος Ελληνισμός δοκιμάζει από τη γέννησή του. Πρόκειται για φαινόμενο κατά βάση πολιτισμικό, αν θεωρήσουμε τον ελληνικό κόσμο ως τρίτο χώρο, που δεν βρίσκεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αλλά συγκροτεί ένα πολιτισμικό κόσμο διαφορετικό που βρίσκεται έξω από αυτές. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Δύση, ούτε Ανατολή, αλλά είναι αυτό που είναι. Με την Ασία έχουμε ριζικές διαφορές. Οι Έλληνες, άλλωστε, δημιούργησαν τον διαχωρισμό της Ευρώπης προς την Ασία, με θεμελιώδεις σταθμούς, την ανάδειξη του λόγου στην Ιωνία τον ΣΤ´ προ Χριστού αιώνα και την εμφάνιση του ατόμου ως προσώπου στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.Η Δυτική Ευρώπη θα χρησιμοποιήσει την αναλυτική ορθολογική μέθοδο ως κεντρικό εργαλείο μιας ανθρωποκεντρικής θεώρησης του κόσμου. Η λογική είναι το απόλυτο κριτήριο. Ο κόσμος χωρίζεται σε εμπειρικό και υπερβατικό. Ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα απόμακρο Θεό και δεν θα διστάσει να τον αγνοήσει. Η υποταγή της φύσης, η εκμετάλλευσή της και η τεχνική είναι αυτά που θα επιβάλουν νέους τρόπους βίου. Η κατάληξη είναι η ομογενοποίηση των εθνών και των πολιτισμών με την καταστροφή των πολιτισμικών και των εθνικών ταυτοτήτων. Με πρότυπα της δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες και τον δυτικό αντιπροσωπευτικό φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό ένας καθαρά υλικός πολιτισμός αναδύεται. Για πολλούς, αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους αιώνες είναι ο θρίαμβος ενός μη πνευματικού πολιτισμού, που βασίζεται στην καταστρεπτική ιδέα της αέναης τεχνοοικονομικής ανάπτυξης.Η διαφορά μας με τη Δυτική Ευρώπη είναι ουσιαστική. Στη Δύση ο άνθρωπος αποκτά μία θέση ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό, που οδηγεί σε ένα πρωτοφανή δυναμισμό και ασίγαστη ανησυχία. Είναι το αποτέλεσμα μιας ασυμβίβαστης προς τα πράγματα αντίληψης για τον κόσμο, ο οποίος νοείται ως πεδίο μάχης αντιμαχόμενων δυνάμεων. Ο δυτικός ευρωπαίος άνθρωπος στρέφεται προς τον κόσμο και ζητά τη δικαίωσή του μέσα από την εργασία και την επιστήμη, καταλήγοντας στην κυριαρχία και υποταγή του κόσμου με την τεχνική. Δημιουργείται έτσι, μία κατάσταση μόνιμης κλιμακούμενης κρίσης. Είναι μία κατάσταση χωρίς ισορροπία, όπου η κρίση υπερβαίνεται συνεχώς με μία κατάσταση μεγαλύτερης κρίσης. Ο δυτικός άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αυτοϋπερβαίνεται συνεχώς και να βρίσκεται σε μόνιμη διαλεκτική αντίθεση προς τον κόσμο. Η Δυτική Ευρώπη χαρακτηρίζεται από την αξεπέραστη διάσταση μεταξύ Θεού και Σατανά, φύσης και τεχνικής, πίστης και πράξης, επιστήμης και ζωής, οικονομίας και κοινωνίας, λόγου και ήθους, ατόμου και κράτους. Στην ελληνική Ανατολή, όμως, δημιουργείται ένας πολιτισμός που αναδεικνύει τον άνθρωπο ως πρόσωπο σε θαυμαστή αρμονία προς τον κόσμο. Ο ανατολικός ευρωπαίος άνθρωπος στρέφεται προς τα έσω και αναπτύσσει το συναίσθημα και την εσωτερική ζωή χωρίς να κυριαρχείται από τις ανάγκες της πρακτικής ζωής.Το πρόβλημα της συνέχειας της ελληνικής παρουσίας, δηλαδή η συνέχεια της ελληνικής ιστορίας που διασχίζει τρεις συγκεκριμένες πολιτισμικές περιόδους, τροφοδοτεί τη νεοελληνική κρίση ταυτότητας. Πώς προκύπτει μέσα από τους μακρούς αιώνες του Βυζαντίου ο Νέος Ελληνισμός; και ποιά είναι η σχέση του με την ελληνική αρχαιότητα;Όμως, όπως μας επιβάλλουν οι δυτικοί ευρωπαίοι, εμείς θέλουμε να αποσιωπούμε το βυζαντινό μας άμεσο παρελθόν, τη ρωμαίικη ψυχή μας. Ο ευρωπαϊκός κλασικισμός μας έπεισε να αγνοήσουμε τους πατεράδες μας και να προσκολληθούμε στους παππούδες μας. Υποχρεωθήκαμε να βλέπουμε την κλασική αρχαιότητα με τα μάτια των κλασικιστών της Δύσης, που δεν επισκέφθηκαν ποτέ την Ελλάδα. Συνηθίσαμε έτσι, να θαυμάζουμε τον κλασικό πολιτισμό και να αγνοούμε τον μέγα πολιτισμό της χριστιανικής Ρωμανίας, τον δημιουργημένο πάνω στην ελληνική κλασική παράδοση. Για τους δυτικούς δεν είναι κατανοητές οι ελληνικές διαστάσεις του βυζαντινού λόγου, που υφίστανται παρά την υποταγή του στο χριστιανικό δόγμα. Ο ελληνικός λόγος είναι παρών στο Βυζάντιο παρά την ανάπτυξη του συναισθήματος, της μυστικής ζωής και των υπερλογικών πνευματικών στοιχείων. Πρόκειται για τον πνευματικό εξελληνισμό της χριστιανικής πίστης. Με άλλα λόγια, η ελληνική ιστορία είναι μία και αδιάσπαστη.Αρνούμενοι το Βυζάντιο, δημιουργούμε ένα πολιτισμικό χάσμα. Μόνο μέσα από την εμπειρία της ζώσας βυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης, ίσως μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ξανά την κλασική μας παράδοση, χωρίς τις, γεμάτες παρανοήσεις και αυθαιρεσίες, αντιλήψεις των δυτικών ευρωπαίων.Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας αποτελεί η αναγεννητική διάθεση που εμφανίζεται ως περισυλλογή, ανάμνηση και διακαής επιθυμία επιστροφής. Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ακολούθησε η θαυμαστή αναγέννηση του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Οι Έλληνες, παρά την πολιτική υποταγή τους, οργανώνονται συλλογικά και διαπρέπουν και πάλι στο εμπόριο και στην οικονομία. Οι κοινότητες των Ρωμηών συνιστούν ένα καινούργιο κόσμο, πρότυπο και πηγή μίμησης για λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται με πρότυπο τη Δύση. Από το αντιλατινικό φρόνημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου, όταν απορρίφθηκε συλλήβδην κάθε ιδέα συναλλαγής με τη Δύση, θα φτάσουμε στην αίγλη και το δέος για την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Αντιστρέφονται οι πνευματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες την εποχή της τουρκικής κατάκτησης το λαϊκό φρόνημα απέρριψε κάθε ιδέα προσέγγισης προς τη Δύση. Ακόμη, μετά το 1922 ο ευρύτερος ελληνικός κόσμος της καθ' ημάς Ανατολής παύει να υπάρχει. Οι Έλληνες συγκεντρώνονται στα στενά όρια ενός εθνικού κράτους και στρέφονται προς τη Δύση. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά και πνευματικά πρωτοφανές.Στους νεώτερους χρόνους η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συμβαδίζει με την έντονη αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής. Η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συνεχίζει να υφίσταται διότι ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού ήθους και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, αντιστέκεται με πείσμα και παραμένει σχετικά άθικτος, κάτω από ποικίλες και ποικιλόμορφες μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις των μορφών και των επιφαινομένων. Η εκδήλωση αντιστασιακής διάθεσης προς κάθε επιβολή είναι ένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υποβαθμίζονται και περιθωριοποιούνται σταθερά οι πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες με την κυριαρχία και την επιβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επικρατούν σήμερα απόψεις μηδενιστικές και αντιλήψεις που ξεκινούν από περιβάλλοντα ξένα προς τα βιώματά μας.Με την κρίση ταυτότητας της Ελλάδας πρέπει να έχουν σχέση και οι πολλές ιστορικές αποτυχίες των Ελλήνων και ιδίως οι ιστορικές αποτυχίες που γνωρίζει το νεοελληνικό κράτος στη σύντομη παρουσία του με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ανάλογη σχέση μπορούμε να ανιχνεύσουμε στην κατάσταση των μόνιμων διχασμών που χαρακτηρίζουν την ιστορική πορεία των Ελλήνων τους τελευταίους αιώνες.Πέραν τούτων, όμως, η κρίση ταυτότητας της Ελλάδας έχει μεγάλη και γενικότερη σημασία, γιατί εμποδίζει την ανάδειξη του πολιτισμού τον οποίο εγκυμονεί ο Νέος Ελληνισμός, από την εποχή μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως αυτός αναδύεται από την πτώση της Ρωμανίας και μέσα από τις κοινότητες της Τουρκοκρατίας: ενός πολιτισμού με πνευματική συγκρότηση και δημιουργική δυναμική που θα συνδυάσει την κλασική παράδοση με το συναίσθημα, την εσωτερικότητα και το βάθος του Βυζαντίου.Από πολλές πλευρές έρχονται μηνύματα που δείχνουν ότι η διαχρονική μας κρίση ταυτότητας, που κορυφώθηκε πρόσφατα, εισήλθε σε κρίσιμη φάση. Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα η χώρα, όπου αυτό που περιλαμβάνει η έννοια του "παραδοσιακού" είναι καθοριστικό στους καθόλου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το "παραδοσιακό" εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό, όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα, υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μία ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα. Η αντινομία της πολιτισμικής αυτής πραγματικότητας προς τους στόχους και τις κατευθύνσεις που επιβάλλονται αποτελεί μια από τις κύριες εκδηλώσεις της ελληνικής κρίσης ταυτότητας. Είναι γι’ αυτό ανάγκη κατεπείγουσα να πιστοποιήσουμε εκ νέου τώρα αυτά τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις εμπειρίες του ζώντος ελληνικού πολιτισμού, αυτά που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει και να μας τα υποδείξει˙ κανείς άλλος, εκτός από μας τους ίδιους.Οι Έλληνες σήμερα αποτελούν ένα ολιγάριθμο κρατικοποιημένο έθνος. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπων. Η παραγωγή πολιτισμού, που θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα ή λόγο μίμησης, είναι ελάχιστη και φαίνεται να αποδεικνύει την οριστική ενσωμάτωση των Ελλήνων στο δυτικό πολιτισμικό πρότυπο. Αυτό, άλλωστε, επιθυμούν διακαώς οι ίδιοι. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους στην περιφέρεια του τότε Ελληνισμού και η επιστροφή του κέντρου βάρους του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη στη Νότια Ελλάδα σηματοδοτούν το τέλος του.Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα βιαστικό συμπέρασμα. Κάτω από μια ειρωνική παλινωδία της ιστορίας τα πράγματα φαίνονται να ανατρέπουν την πολιτισμική αντινομία που τροφοδοτεί την κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού.Η κατάληξη της αναλυτικής ορθολογικής μεθόδου σε τεχνική, που επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία, οδήγησε σε αδιέξοδο. Στο σκηνικό του 20ου αιώνα παρακολουθήσαμε και βιώσαμε τερατώδη πολιτικά συστήματα, λυσσαλέες συγκρούσεις, αδιανόητες τεχνικές επινοήσεις, την αβυσσαλέα διαφορά του Βορρά και Νότου, την παρακμή της πραγματικότητας σε εικόνα, την υποβάθμιση του αντικειμένου σε είδωλο και τέλος την κατάρρευση του οικοσυστήματος. Ζήσαμε μέσα σε συστήματα πέρα από το μέτρο και διαπιστώσαμε το παράλογο και την απογοητευτική ποιότητα του σημερινού κόσμου. Φαίνεται ότι η κατάληξη του άκρατου ορθολογισμού είναι ένας καθολικός ανορθολογισμός.Έτσι, τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: ο πολυκερματισμός του κόσμου, το τέλος των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κρίση του δυτικού ορθολογισμού, η αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου, η διάψευση της τεχνικής και το περιβαλλοντικό πρόβλημα, οδηγούν σε συνολική αναθεώρηση του ζητήματος του πολιτισμού. Για πρώτη φορά μετά τον 15ο αιώνα φαίνεται να αίρεται η πολιτισμική κυριαρχία της Δύσης και να μεταβάλλονται οι όροι που οδήγησαν στην κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού. Διαψεύδονται οι υποσχέσεις του Διαφωτισμού. Η μεταφυσική σκέψη και ο μύθος επιστρέφουν από την εξορία που επέβαλε ο μοντερνισμός. Σε μια τέτοια εποχή μορφές επιστροφής στους ελληνικούς αιώνες ίσως αποδειχθούν και πάλι αναγκαίες.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Θράκη : Ιστορική επισκόπηση

Οι Έλληνες της αρχαϊκής εποχής αποίκησαν τις θρακικές ακτές στο Βόρειο Αιγαίο, στην Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο καθώς και τις Θρακικές Σποράδες. Η Θράκη γίνεται μία ελληνική χώρα. Οι αυτόχθονες Θράκες, λαός ινδοευρωπαϊκός, συγγενής προς τους Έλληνες, εξελληνίζονται. Γεμάτη είναι σήμερα η θρακική ενδοχώρα από τύμβους και ταφές, στα κτερίσματα των οποίων κυριαρχούν οι ελληνικές κλασσικές αισθητικές αντιλήψεις.Κατά τους τελευταίους αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας δημιουργείται η Ελληνική Ανατολή. Τότε το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατοπίζεται προς τη Μικρά Ασία και την Προποντίδα με πόλο την Κωνσταντινούπολη.Μετά, για πολλούς αιώνες, οι Έλληνες συγκεντρώνονται γύρω από τον άξονα που ορίζουν οι τρεις θάλασσες: το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος. Δημιουργείται ξανά ένας ευρύς κόσμος, μία ελληνική οικουμένη με ενιαίο σώμα, γύρω από τις τρεις συνεχόμενες θάλασσες. Κέντρο της ελληνικής οικουμένης είναι τώρα η Κωνσταντινούπολη, την οποία ο λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αποκαλεί κάλλιστον και τιμιώτατον μέρος της Θράκης. Η Θράκη αποτελεί την ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης. Οι επιδρομείς, που σαρώνουν το κεντρικό υψίπεδο της Μικράς Ασίας, έρχονται από τη θάλασσα ή περνούν το υδάτινο φράγμα του Δούναβη, συγκρατούνται από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τεχνικό έργο των Μέσων Χρόνων. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης δίνουν έναν ορισμό της οικουμενικότητας, χωρίζοντας τη βαρβαρότητα από τον πολιτισμό, του οποίου υπερασπίζουν το ακτινοβόλο κέντρο. Το μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, οι απειλές για ολοκληρωτικό αφανισμό και οι συνεχείς αγώνες για επιβίωση, παραμένει και κατά τη βυζαντινή εποχή. Για πρώτη φορά τα τείχη της Κωνσταντινούπολης παραβιάζονται από τους Δυτικούς το 1204. Η Αυτοκρατορία βρίσκεται έρμαιο αρπακτικών και κατακτητικών επιδρομών από Δύση και Ανατολή. Οι Τούρκοι, —λαός νομαδικός, που εγκατέλειψε τη στέπα για να πορευθεί προς τη Δύση, όπου δημιουργεί κοσμοϊστορικές αναταράξεις — εμφανίζονται στη Θράκη το πρώτο μισό του 14ου αιώνα και το 1352 αρχίζουν την κατάληψή της για να εγκαταστήσουν Τουρκομάνους εποίκους.Και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατά την Τουρκοκρατία, η Θράκη συνεχίζει, παρά τους εξισλαμισμούς, να αποτελεί μία ελληνική χώρα. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή χαρακτηρίζει την Προποντίδα τον 17ο αιώνα ως "μία θάλασσα της Ρωμηοσύνης". Οι απαρχές του Νέου Ελληνισμού τοποθετούνται τον 13ο αιώνα στους χώρους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε εξορία στη Νίκαια της Βιθυνίας. Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Τον 17ο αιώνα εμφανίζονται συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν στους Έλληνες την ανάπτυξη του εμπορίου, της μεταποίησης και της εμπορικής ναυτιλίας. Τον 18ο αιώνα οι ρωμαίικες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακμάζουν και δημιουργούν την πραγματικότητα που ονομάζουμε "καθ' ημάς Ανατολή". Είναι μια πραγματικότητα, στην οποία οι Ρωμηοί διαθέτουν οικονομική δύναμη δυσανάλογη προς τους αριθμούς τους και στην οποία γίνονται οικονομικά και πολιτιστικά κυρίαρχοι, παρά το ότι είναι πολιτικά υποταγμένοι. Η Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να αποτελεί το κέντρο του Ελληνισμού και η Θράκη περιβάλλεται από τους χώρους της καθ΄ ημάς Ανατολής. Ο 19ος αιώνας αποτελεί μια εποχή μεγάλης ανόδου και ακμής της Θράκης ειδικότερα και του Ελληνισμού γενικότερα. Είναι μια εποχή, κατά την οποία αναδύονται και πάλι οι μακραίωνες παραδόσεις των Ελλήνων, ώστε οι ίδιοι να βοηθούνται να κατανοούν Δύση και Ανατολή με τρόπο που τους επιτρέπει να διαφυλάττουν τις ιδιαιτερότητές τους. Οι Έλληνες της καθ' ημάς Ανατολής επιτυγχάνουν μορφές αστικού εκσυγχρονισμού χωρίς να χάσουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Αυτά συνεχίζουν να στηρίζονται στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τον κοινοτισμό, την παιδεία, το εμπόριο και την οικονομία. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και εξόχως επίκαιρο, με την έννοια ότι και σήμερα αντιμετωπίζουμε και πάλι, —όπως συνεχώς το αντιμετωπίζουμε—, το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής στον σύγχρονο κόσμο. Αυτό είναι ένα πρόβλημα όχι μόνο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μορφής, αλλά, κυρίως, ένα πρόβλημα πολιτισμικής τάξης.Προϋπόθεση της σύστασης του Νέου Ελληνικού Κράτους και κεντρική ιδεολογία του αποτελεί η Μεγάλη Ιδέα. Η Μεγάλη Ιδέα γεννάται στην Πύλη του Ρωμανού την αυγή της 29ης Μαΐου του 1453. Είναι ιδέα αλυτρωτική και απελευθερωτική, αλλά μαζί, όμως, πολιτισμική και οικουμενική. Η Ελληνική Επανάσταση ξεσπά κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού, αλλά και της Μεγάλης Ιδέας.Κατά την επαναστατική εθνεγερσία της Άνοιξης του 1821, επαναστάτησαν στη Θράκη, η παραθαλάσσια Αίνος στον Έβρο, η γειτονική ορεινή περιοχή στο Κουρού Νταγ (Ξεροβούνι), η περιοχή του Ιερού Όρους και η, επίσης ορεινή, περιοχή της Στράντζας, πάνω από τις Σαράντα Εκκλησιές. Επαναστάτησαν επίσης η Λήμνος και η Σαμοθράκη στο Θρακικό Πέλαγος και ο Στενήμαχος στη μεγάλη θρακική πεδιάδα. Η επανάσταση στη Θράκη επεκτάθηκε στις ακτές του Εύξεινου, όπου ξεσηκώθηκαν η Βάρνα, η Αγχίαλος και ο Πύργος. Ωστόσο, η γειτνίαση με τα κέντρα της δύναμης των Οθωμανών σύντομα οδήγησε τις επαναστατημένες περιοχές στην υποταγή. Η επανάσταση και οι εξεγέρσεις κατατάραξαν τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β , ο οποίος συνέτριψε τη δύναμη που οι Φαναριώτες είχαν οικοδομήσει μέσα στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύναμη, που είχε καταστήσει τους Φαναριώτες επίδοξους συνδιαχειριστές της Αυτοκρατορίας. Το Φανάρι υφίσταται σκληρό πλήγμα, αλλά μετά λίγες δεκαετίες οι Ρωμηοί κεφαλαιούχοι θα μπορέσουν να ανορθωθούν με κέντρο τώρα τον Γαλατά.Το αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης δεν συμβιβάζεται με αυτό που υποσχέθηκε η ιδεολογία. Το αδύναμο και περιορισμένο ελληνικό κράτος ιδρύθηκε με τη βοήθεια των Δυτικών, οι οποίοι το βοήθησαν να συγκροτηθεί ως βασίλειο πρότυπο του εκσυγχρονισμού και του εξευρωπαϊσμού στην Ανατολή. Για τους Δυτικούς Ευρωπαίους, το Ελληνικό Κράτος αποτελεί την πραγμάτωση της φαντασιακής και ρομαντικής αντίληψής τους για την αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας.Οι Έλληνες δημιουργούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατίθεται πάλι προς τη νότιο Βαλκανική. Ωστόσο, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε η μεγαλύτερη ελληνική πόλη, ενώ στο Ελληνικό Βασίλειο ζουν λιγότεροι από τους μισούς Έλληνες.Στην ευρύτερη και μεγάλη Ανατολή, ο Ανατολικός Ελληνισμός, πολιτικά υποταγμένος, πλην πολιτισμικά και οικονομικά κυρίαρχος, είχε επιτύχει μια μορφή εκσυγχρονισμού, που του επέτρεπε να διατηρεί τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητές του. Για τους Έλληνες της Ανατολής η βυζαντινή παράδοση παρέμενε η πηγή και το βάθρο του Νέου Ελληνισμού. Υπάρχει λοιπόν μία διαφορετική ιδεολογική θεμελίωση που διακρίνει τους Ανατολικούς Έλληνες από τους Έλληνες του ελεύθερου ελληνικού κράτους.Η εθνοτική διαπάλη στη Θράκη αρχίζει με την αφύπνιση του εθνικισμού των Βουλγάρων, ορθόδοξου λαού που αποτελούσε τμήμα του ορθόδοξου ρωμαίικου μιλλέτ. Ο Πανσλαβισμός, η ιδεολογία την οποία διατύπωσε και υποστήριξε η ορθόδοξη σλαβική Ρωσία, οδήγησε στην ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας (1878), στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας από τη Βουλγαρία (1885) και κατέληξε στην εκδίωξη των ελληνόφωνων Ρωμηών της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρουμελίας).Με την ανάπτυξη των εθνικισμών τον 19ο αιώνα η Θράκη φαίνεται να παραμένει έξω από τις δυνατότητες του ελληνικού Βασιλείου. Ιδιαίτερα ο Πανσλαβισμός και η συγκρότηση της Βουλγαρίας ως κράτους καθιστούν κάθε σκέψη επέκτασης του ελληνικού κράτους προς την Προποντίδα ουτοπική. Ωστόσο, με τους Βαλκανικούς Πολέμους η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη της φέρνει τα ελληνικά σύνορα στα πρόθυρα της καθ' ημάς Ανατολής. Με το τέλος του 1912 το Αιγαίο είναι και πάλι μια ελληνική λίμνη.Από το 1908 διαφαίνονται οι προθέσεις της ηγεσίας των Νεότουρκων, οι οποίοι το 1911 απερίφραστα διατυπώνουν την άποψη ότι δεν υπάρχει θέση για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με αφορμή τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά από υποδείξεις των Γερμανών συμμάχων τους, οι Νεότουρκοι εφαρμόζουν σχέδια εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1913 μέχρι το 1918 οι Ρωμηοί της Ανατολικής Θράκης, όπως και της Μικράς Ασίας, υφίστανται συστηματικές διώξεις. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν το ελληνικό κράτος στην παράτολμη και μοιραία Μικρασιατική Επιχείρηση.Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες οι οποίες υποχρεώνουν τις κοσμοκράτειρες δυνάμεις της Δύσης να εγκαταλείψουν την πολιτική αιώνων, δηλαδή την υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για μια σύντομη περίοδο η Ελλάδα γίνεται ο μόνος σύμμαχος των Δυτικών απέναντι στους εχθρικούς γι' αυτούς Σλάβους και Οθωμανούς. Προς στιγμήν η εύθραυστη ελληνοαγγλική συνεργασία απώθησε τους Τούρκους στην Ασία. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα ενσωματώνει την τότε Δυτική και σήμερα Ελληνική Θράκη, όπως και τον κύριο χώρο του θρακικού Ελληνισμού, την Ανατολική Θράκη.Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ανατρέψει τα πάντα. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες διαλύονται. Οι νέοι αυθέντες του κόσμου επιθυμούν να τον κατακερματίσουν με εργαλείο την αρχή των εθνοτήτων. Οι εθνικές εκκαθαρίσεις, οι ανταλλαγές πληθυσμών και η εθνοτική γενετική λαμβάνουν κολοσσιαίες διαστάσεις. Με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη η μοιρασιά. Σύμφωνα με την περίφημη "αρχή των εθνοτήτων" η μοιρασιά θα έπρεπε να καταλήξει στη δημιουργία εθνικών κρατών στο χώρο της πολυεθνικής Μικράς Ασίας. Η Συνθήκη των Σεβρών στις 28.7.1920 προέβλεπε την προσάρτηση εδαφών από το ελληνικό κράτος, που ανέρχονταν γύρω στο 7% της επιφάνειας της σημερινής Τουρκίας. Αυτό αντιστοιχούσε στο 13%, το οποίο αποτελούσαν οι ρωμαίικοι πληθυσμοί. Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος επεδίωξε τη δημιουργία μιας ασιατικής Ελλάδας με κέντρο τη Σμύρνη, γύρω από την οποία θα συσπειρώνονταν οι ρωμαίικοι πληθυσμοί της Ανατολής. Η βενιζελική γεωπολιτική απέβλεπε στη γεφύρωση του Αιγαίου και τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου, ο οποίος μελλοντικά θα ενσωμάτωνε τη Θράκη και την Προποντίδα με την Κωνσταντινούπολη. Μια τέτοια ιστορική κατάσταση δημιουργεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται παράλληλα οι δύο ακτές του Αιγαίου και δημιουργούνται οι όροι για την οικονομική και την πολιτισμική άνθιση όλης της περιοχής.Το αποτέλεσμα καθορίζεται όχι μόνο από αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και από τη συγκυρία, την τύχη, τα σφάλματα των αντιπάλων και τις επιδιώξεις των τυφλών δυνάμεων που έχουν εμπλακεί.Την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ακολουθούν η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης κατά τον δραματικό Οκτώβριο του 1922. Παραμένει ακόμη ανεξήγητη η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης και η παράδοσή της στην Τουρκία, αφού το 1922 η Τουρκία δεν είχε την αντικειμενική δυνατότητα να την καταλάβει. Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης αποκόπτει την Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, συνεχίζει τη Μικρασιατική Καταστροφή για δεκαετίες, επιτρέπει τη μετακίνηση μουσουλμανικών πληθυσμών στη Δυτική Μικρά Ασία και είναι η προϋπόθεση για την γιγάντωση της Κωνσταντινούπολης σε μουσουλμανική μητρόπολη χωρίς ελληνική παρουσία.Ο Ανατολικός Ελληνισμός θα υποστεί το 1922 τρομακτική φθορά. Τα μνημεία του και οι θεσμοί του θα καταστραφούν. Χάνονται τα κοινωνικά και οικονομικά επιτεύγματά του. Οι κοινότητες διαλύονται και οι παραδόσεις τους ξεχνιούνται. Δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες απώλειες, αλλά και η καταστροφή του πολιτισμικού υπόβαθρου, το οποίο δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί. Οι χώροι της Ανατολής εγκαταλείπονται και αλλοτριώνονται. Μία θύελλα σαρώνει ό,τι δημιούργησε η ιστορία και η παράδοση. Πρόκειται ουσιαστικά για το τέλος μιας περιόδου και για μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων. Δεν υπάρχει πια η ελληνική οικουμένη και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένα μικρό κρατικοποιημένο έθνος.Οι Έλληνες συγκεντρώνονται ξανά στην Ευρώπη και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές. Οι δυσχέρειες του παρόντος, η ανησυχία μας για το μέλλον, η αμηχανία για τον πολιτισμό μας, η λήθη και η αποξένωση από τις παραδόσεις μας, η προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, η ασάφεια και η απορία για το τι είμαστε και που ανήκουμε. Όλα αυτά συνδέονται ποικιλότροπα, εμφανώς και αφανώς, με τη βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές. Το αίτημα σήμερα είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα με την εκ νέου προσέγγιση της ελληνικής υπόστασης, του τόπου, της γλώσσας και της ιστορικής μνήμης.