Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Μίμηση πολιτισμού.

Φαίνεται ότι σύντομα αρχίζει η ανέγερση του μεγάλου λυρικού θεάτρου της Αθήνας στο Φάληρο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια έγιναν από γνωστό ξένο αρχιτέκτονα. Ο χώρος ανέγερσης παραχωρήθηκε από το ελληνικό κράτος. Η δαπάνη ανέγερσης θα καταβληθεί από το Ίδρυμα Νιάρχου. Υποθέτουμε ότι οι λειτουργικές δαπάνες θα καλύπτονται από το ελληνικό κράτος και δεν θα είναι αμελητέες, αφού πρόκειται για μεγάλο και πολυδάπανο οργανισμό. Το γεγονός χαιρετίζεται ως ένα βήμα προόδου στα πολιτιστικά μας πράγματα.

Το λυρικό θέατρο, η λεγόμενη όπερα, αποτελεί, βέβαια, τη θεατρική όψη της μουσικής των δυτικών ευρωπαίων, αφού είναι θεατρική παράσταση που τραγουδιέται με συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. Η όπερα εμφανίσθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα. Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της λογικής, αλλά και, κατά παράδοξο τρόπο, η εποχή που θριαμβεύει η μεγάλη ευρωπαϊκή μουσική, μουσική αφηρημένη και αντιπεριγραφική, που τείνει μόνιμα στο άπειρο και που αποτελεί χαρακτηριστικό δημιούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μεγάλη εποχή της όπερας φθάνει τον 19ο αιώνα με την κυριαρχία του ρομαντισμού, τον οποίο η αφηρημένη ευρωπαϊκή μουσική εκφράζει με απόλυτο τρόπο. Η σημασία της μουσικής στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται από τη βαρύτητα που της απέδωσε ο Αρθούρος Σοπενχάουερ στο φιλοσοφικό του σύστημα, όπως και από τον ρόλο που της επιφύλαξε ο Φρειδερίκος Νίτσε. Η ευρωπαϊκή μουσική είναι τέχνη ατομοκεντρική και η ανάδειξή της συνδέεται με την εμφάνιση μεγάλων μουσικών δημιουργών. Πρόκειται για την ευρωπαϊκή τέχνη κατ΄ εξοχήν, αυτή που ταιριάζει στη ρομαντική διάθεση και την ασίγαστη ανησυχία της ευρωπαϊκής ψυχής. Το ύφος της μουσικής της Ευρώπης είναι αξεπέραστο και εκφράζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ψυχής. Η γοητεία της μουσικής αυτής είναι ακατανίκητη.

Η όπερα απόκτησε κοινωνικές διαστάσεις με την πατρωνία αρχικά των βασιλέων και των ευγενών και την υιοθέτησή της από την αστική τάξη τον 19ο αιώνα. Τα λυρικά θέατρα έγιναν τόπος συνάντησης και κοινωνικής προβολής για σημαντικές και εξέχουσες προσωπικότητες.

Παρά την παραγωγή πολλών έργων κατά τον 20ό αιώνα, η όπερα παίρνει τη μορφή μιας μουσειακής τέχνης, αφού η κύρια μορφή της είναι πλέον η αναπαραγωγή των μεγάλων έργων του 18ου και 19ου αιώνα. Στις μέρες μας η οικονομική αριστοκρατία αρέσκεται σε χορηγίες προς τις οπερατικές παραγωγές, οι οποίες συνήθως έχουν υπέρογκο κόστος.

Η όπερα αποτελεί καλλιτεχνική έκφραση του αστικού πολιτισμού των Δυτικών και χαρακτηρίζει τη μεγάλη αστική παράδοσή τους, την οποία εμείς βλέπουμε με δέος και διακαώς επιθυμούμε να μιμηθούμε. Το λυρικό θέατρο είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκή επινόηση και εντάσσεται στη μεγάλη μουσική παράδοση των δυτικών ευρωπαίων, η οποία είναι απολύτως διαφορετική από τις δικές μας μουσικές παραδόσεις. Οι μουσικές κλίμακες της κατά παράδοση ελληνικής μουσικής είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές της πολυφωνικής ευρωπαϊκής μουσικής. Η ελληνική μουσική βασίζεται και εκδηλώνεται μέσα από τη συλλογικότητα, η μουσική της Ευρώπης εκφράζει το ελεύθερο άτομο και απευθύνεται σε αυτό. Μέσα στον μουσικό πολιτισμό μας διακρίνεται εναργώς η αγαπητική και παραμυθητική διάθεση του ελληνικού κόσμου. Στη μουσική φαίνεται καθαρά η κρίσιμη και θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον δυτικό και τον ελληνικό ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αν εξαιρέσουμε τα νησιά του Ιονίου, η πρώτη παράσταση όπερας στη χώρα μας δόθηκε στην Αθήνα μόλις το 1840, όταν ιταλικός θίασος παρουσίασε την κωμική όπερα του Τζιοακκίνο Ροσσίνι «Ο Κουρέας της Σεβίλλης», έργο του 1816. Παραδίδεται ότι ο ενθουσιασμός για την παράσταση ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δημιουργήθηκε αμέσως μαύρη αγορά για τα εισιτήρια. Η σύνθεση του πρώτου ελληνικού μελοδράματος έγινε το 1867, ενώ ο πρώτος ελληνικός μουσικός θίασος συγκροτήθηκε το 1888. Μόλις το 1939 δημιουργήθηκε η γνωστή Εθνική Λυρική Σκηνή. Μπορούμε να πούμε ότι παρά την ανάδειξη μεγάλων ελλήνων ερμηνευτών το λυρικό θέατρο και η μουσική του παραμένουν ξένα προς το ελληνικό κοινό. Ποιός γνωρίζει σήμερα τον Διονύση Λαυράγκα, τον Μανώλη Καλομοίρη, τον Μάριο Βάρβογλη ή τον Σπύρο Σαμαρά και ποιός θα ήταν πρόθυμος να παρακολουθήσει μια από τις όπερές τους; Μάλιστα η ακρόαση μουσικής πάνω στα βαγκνερικά πρότυπα, που τραγουδιέται ελληνικά, εξακολουθεί να φαίνεται σε όλους μας κάτι το παράδοξο.

Τις τελευταίες δεκαετίες με την ανέγερση και τη λειτουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών παρουσιάσθηκαν στην Αθήνα εξαιρετικά συγκροτήματα από τον ευρωπαϊκό λυρικό χώρο. Ωστόσο, τέτοιες παραστάσεις φαίνεται να προϋποθέτουν τεράστιο κόστος και να απευθύνονται σε λίγους. Το Μέγαρο Μουσικής κατηγορείται ότι απομονώνει τον πολιτισμό αποκλειστικά στη σφαίρα του υψηλού και τον παραδίδει έτσι στις ελίτ. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Μάνου Χατζηδάκι κατά τα εγκαίνια του Μεγάρου Μουσικής το 1991, όταν το κατηγόρησε ότι απευθύνεται στην αυταρέσκεια μιας άξεστης και απαίδευτης μεγαλοαστικής τάξης.

Δεν έχω τίποτε με το λυρικό θέατρο και η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου μου φαίνεται ότι εντάσσεται στην παράδοση του ευεργετισμού. Γνωρίζω τον κίνδυνο της πτωχοπροδρομικής αλαζονικής περιχαράκωσης. Ωστόσο, με ενοχλεί η επαρχιώτικη αντίληψη που παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία σε αυτό που είναι ξενόφερτο και αγνοεί παντελώς πράγματα δικά μας, που χάνονται και διαλύονται μέσα στη γενική αδιαφορία και απαξίωση. Και αναφέρομαι στον λαϊκό πολιτισμό που αναπτύξαμε τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα και ο οποίος χαρακτηρίζει την αναγέννηση του Ελληνισμού. Με λίγες εξαιρέσεις τα ελληνικά κέντρα στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και το Αιγαίο διαλύονται και γίνονται σκόνη. Δεν θέλω να πω ότι μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή την καλλιτεχνική και την ιστορική παρουσία του κατά παράδοση ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτός διαμορφώνεται μετά την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα. Ωστόσο, και η αντίληψη ότι ο κατά παράδοση ελληνικός πολιτισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος μου φαίνεται ότι οδήγησε στην καταστροφή του. Αλλά και η παραγωγή πολιτισμού που μας διακρίνει, όπως η ποίηση και η ζωγραφική, αφήνονται στην τύχη τους και οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονται αλλού.

Στο κάτω-κάτω πολιτισμός δεν είναι μόνο αυτό που θέλει να μιμηθεί ό,τι είναι καταξιωμένο, ούτε είναι η απαστράπτουσα εικόνα που απαιτεί ο συρμός. Ο πολιτισμός έχει χαρακτήρα λαϊκό και είναι στενά δεμένος, συνυφασμένος με τον τόπο. Ο πολιτισμός συνθέτει το παραδοσιακό με το σύγχρονο και παράγεται καθημερινά εδώ και τώρα, μέσα από τον τόπο και όχι αλλού.

Η μίμηση του πολιτισμού είναι αιτία και αποτέλεσμα βαθιάς αλλοτρίωσης και δεν έχει σχέση με την παραγωγή πολιτισμού. Αυτή σίγουρα βασίζεται σε ενσυνείδητες λαϊκές μάζες και σε ζωντανή λαϊκή παράδοση και αυτογνωσία. Για ποιά αυτογνωσία και λαϊκή παράδοση όμως να μιλήσουμε, όταν οι τεχνικοί και οι έμποροι της επικοινωνίας θρονιάζονται κάθε απόγευμα μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι χάρη στην οργουελλιανή ελληνική τηλεόραση;

Τελείωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;

Υποστηρίζεται ότι η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους ανάγκασε τους Έλληνες να επιχειρήσουν μία μορφή προσαρμογής προς τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης και να επιδιώξουν την «μετακένωση» που ευαγγελίστηκε ο Κοραής: η συνέχεια της ελληνικής ιστορίας αγνοήθηκε, το Βυζάντιο θεωρήθηκε οπισθοδρομικό, ξένοι θεσμοί υιοθετήθηκαν και, με άλλα λόγια, επιδιώχθηκε η πολιτισμική ισοπέδωση της Ρωμηοσύνης, η οποία μάλιστα ως «Ρωμαίικο» φορτίστηκε με αρνητικό περιεχόμενο.

Ο Έλληνας διαχωρίστηκε από τον Ρωμηό και έγινε ένας μετέωρος και εν δυνάμει Ευρωπαίος. Ο ελληνικός κόσμος κατακερματίστηκε Η Ελλάδα στράφηκε προς τη Δύση και θέλησε να αγνοήσει την Ανατολή. Η παράδοση απωθήθηκε και χαρακτηρίστηκε ανεπίκαιρη, οι επιτυχείς ενδογενείς θεσμοί με τους οποίους το Γένος επιβίωσε και αναγεννήθηκε αποδυναμώθηκαν και ξεχάστηκαν.

Είναι γεγονός και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι έχουμε εισέλθει σε μία τελείως νέα ιστορική και πολιτισμική φάση: η Ελλάδα, παρά τις αποτυχίες της, ολοκληρώνει τους εθνικοαπελευθερωτικούς της στόχους και εντάσσεται ως ισότιμο μέλος στον πυρήνα της Δύσης.

Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι οι διαδικασίες αυτές σηματοδοτούν και το τέλος του Ελληνισμού, αφού σημαίνουν το τέλος της ιδιοπροσωπίας του. Παράλληλα μετά το 1922 εκλείπει και ο μείζων Ελληνισμός της Ανατολής. Η συγκέντρωση των Ελλήνων στην αρχέγονη ευρωπαϊκή τους εστία είναι γεγονός ιστορικά πρωτοφανές. Οι Έλληνες παύουν να είναι έθνος με μεγάλες ιδέες. Οι Έλληνες δεν είναι τώρα παρά ένα μικρό κρατικοποιημένο και αδύνατο έθνος, χωρίς ισχυρές βάσεις και με γεωπολιτικό έλλειμμα που μπορεί να απειλήσει την κρατική του ακεραιότητα. Τα προβλήματα του Ελληνισμού εμφανίζονται να είναι μεγάλα και ίσως ανυπέρβλητα. Η αίσθηση ανασφάλειας και απειλής που συνοδεύει τέτοιες αντιλήψεις δεν φαίνεται να είναι αδικαιολόγητη.

Είναι γνωστό πως η επίδραση ενός πολιτισμού πάνω σ’ έναν άλλο μπορεί να είναι άκρως αλλοτριωτική. Επιπολιτισμός, είναι ο όρος που χαρακτηρίζει τα φαινόμενα αυτά. Πρόκειται για το περίπλοκο φαινόμενο της αλλοίωσης των χαρακτηριστικών ενός πολιτισμού με την μαζική υιοθέτηση τρόπων ή χαρακτηριστικών ενός άλλου πολιτισμού. Η Ελλάδα και οι ελληνικοί χώροι αποτελούν χαρακτηριστικά πεδία ανάπτυξης επιπολιτισμού. Και εδώ η ελληνική περίπτωση είναι γεμάτη ιδιαιτερότητες. Ως φορείς μιάς συγκεκριμένης και διακριτής πολιτισμικής παράδοσης είμαστε δέκτης πολιτισμικής επίδρασης.

Ο επιπολιτισμός, που λίγο έχει μελετηθεί, χαρακτηρίζεται από ένα ενεργητικό στοιχείο (δότης) και ένα ή περισσότερα παθητικά στοιχεία, τα οποία είναι οι αποδέκτες της επιπολιτισμικής επίδρασης. Ο επιπολιτισμός είναι πάντα αναπόφεύκτος όταν δύο ή περισσότεροι πολιτισμοί ή παραδόσεις συναντώνται. Ο αμφίδρομος επιπολιτισμός είναι επίσης δυνατός. Όπως είναι δυνατή και η αντιμέτωπη στάση δύο πολιτισμών, που ο κάθε ένας προσπαθεί να επιβληθεί πολιτισμικά επί του άλλου. Αυτή είναι και η περίπτωση της συνάντησης της Δύσης με το Βυζάντιο και τον νέο Ελληνισμό. Πρόκειται γιά μιά «γιγαντομαχία περί της ουσίας» με κοσμοϊστορικό ορίζοντα, η έκβαση της οποίας πιστεύουμε ότι είναι ακόμη άδηλη. Ο ελληνικός κόσμος έχει υποστεί με ιστορικούς όρους την διαρκέστερη και την πιο μακροχρόνια πίεση της αέναης παγκόσμιας επέκτασης της Δύσης, και συνεχίζει να στέκεται.

Σήμερα υποστηρίζεται ότι έχει πλέον συντελεστεί η τελική απορρόφηση των ελληνικού πολιτισμικού χώρου από την Δύση. Η προσπάθειά μας γιά ένταξη στον σύγχρονο κόσμο υποστηρίζεται ότι απέτυχε, λόγω της αδυναμίας μας να συγκεράσουμε τις πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες με τους σύγχρονους θέσμους. Αυτό μπορεί να σημαίνει και την ζωτικότητα του πολιτισμικού μας υπόβαθρου. Αλλά, όμως, κατοπτρίζει τις δυσχέρειες του παρόντος, την ανησυχία μας για το μέλλον, την αμηχανία μας για τον πολιτισμό μας, τη λήθη και την αποξένωση από τις παραδόσεις μας, την προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, την ασάφεια και την απορία για το τι είμαστε και πού ανήκουμε, καθώς και την βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές.

Αλλά το ότι στεκόμαστε και τα συζητάμε όλ’ αυτά ακόμη δείχνει ίσως κάτι. Σε μιά εποχή που η ενδογενής δυναμική της Δύσης έχει εξαντληθεί θα ήταν ίσως πρόωρο να αποδεχθούμε τον οριστικό της θρίαμβο. Απέτυχε παραδόξως η προσπάθεια πολιτισμικής καταβαράθρωσης της Ρωμηοσύνης, αν και η ίδια ξεκληρίστηκε. Μέσα από τα χαλάσματα και τις καταρρεύσεις ανορθώνεται το Ελληνικόν, και αυτό δεν έχει γίνει μόνο μία φορά. Μπροστά μας βρίσκονται και πάλι ως προβλήματα η ελληνική υπόσταση, ο τόπος, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη.