Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Το δακτυλίδι της Ψωροκώσταινας

Τόν Ιούνιο του τρομερού έτους 1826 η Ελληνική Επανάσταση φαινόταν νά σβύνει. Τό Μεσολόγγι είχε πέσει. Ο Ιμπραήμ βρισκόταν στήν Πελοπόννησο καί τήν κατέστρεφε. Η Ρούμελη είχε προσκυνήσει. Η ανίκανη Κυβέρνηση Κουντουριώτη εἶχε καταρρεύσει μέσα στή γενική κατακραυγή. Οἱ Ὑδραῖοι πρόκριτοι λογάριαζαν, φοβούμενοι τήν ἐπίθεση τοῦ τουρκικοῦ στόλου, νά φύγουν στά Ἑφτάνησα καί «ὅστις ἐδύνατο νά φυγαδεύση κρυφίως τήν περιουσίαν του τό ἔπραξεν». Οἱ στρατιῶτες λιμοκτονοῦσαν καί ο τακτικός στρατός τοῦ Φαβιέρου βρισκόταν σέ διάλυση. Χρήματα δέν ὑπῆρχαν καί μάλιστα οἱ κερδοσκόποι τραπεζίτες τοῦ Λονδίνου απαιτούσαν τήν παραχώρηση εθνικῆς γής, ώστε νά εξασφαλίσουν τίς προσόδους από τά κατασπαταληθέντα δάνειά τους.

Στό απειλούμενο Ναύπλιο η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ἡ φρουρά τοῦ Μεσολογγίου εἶχε φτάσει ἐκεῖ γιά νά βρεθεί μέσα στίς ραδιουργίες καί στόν ἐμφύλιο σπαραγμό τῶν Ρουμελιωτῶν καί των Σουλιωτῶν. Ολοι, οι Σουλιῶτες καί οἱ Ὀλύμπιοι ὁπλαρχηγοί, οἱ Ἠπειρῶτες καί οἱ Μανιάτες καπεταναῖοι, οἱ Κρητικοί, οἱ Δημογέροντες ζητοῦσαν νά πληρωθοῦν τούς καθυστερημένους μισθούς τους. Ἀλλά καί οἱ πλούσιοι νοικοκυραῖοι τῶν ναυτικῶν νήσων ζητοῦσαν νά ἀποζημιωθοῦν γιά ὅσα εἶχαν κάνει γιά τόν ἀγῶνα. Ἡ πόλη ἦταν κατάμεστη ἀπό φυγᾶδες καί πρόσφυγες, ἀλλά καί ἀπό ἀσύνταχτους στρατιῶτες καί ἔνοπλες ὁμάδες πού περιφερόταν ἄσκοπα καί, ἀδιαφορῶντας γιά τόν πόλεμο, ἀπαιτοῦσαν χρήματα καί ἀποζημιώσεις. Οἱ πρόσφυγες καί πλήθη ἀπό δυστυχισμένους ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά καί γέροντες κακοπαθοῦσαν χωρίς στέγη καί τροφή.

Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 8 Ἰουνίου 1826 οἱ ἀγανακτισμένοι καί ἐξαγριωμένοι στρατιῶτες, ἀκούσια «ὄργανα τῶν φατριῶν καί τῆς ἰδιοτελείας», ἔθεσαν τελεσιγραφικά τήν ἀπαίτηση νά πληρωθοῦν. Στήν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, μέσα σέ βαριά ἀτμόσφαιρα, εἶχε συγκεντρωθεῖ μέγα πλῆθος λαοῦ πού «κατηφής καί περίτρομος» ἀγωνιοῦσε, ἐνῶ «ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νά καταποντισθεῖ εἰς ἕνα ἀδελφοκτόνο ἀγῶνα» καί «οὐδείς ἐτόλμα νά λαλήση, οὐδείς νά προτείνη τι πρός σωτηρίαν ὅλων».

Τότε, μέσα στήν ἀνήσυχη σιωπή, ἀναδύθηκε αὐτόκλητος μέσα ἀπό τό πλῆθος ὁ σεμνός καί ἀνιδιοτελής δάσκαλος τοῦ Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, πλησίασε τόν πλάτανο στό κέντρο τῆς πλατείας καί μίλησε μέ βροντώδη φωνή: « Ἡ Πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος˙ πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρῖτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας, καί ἤδη ἀργοί καί λιμῶντες μᾶς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ' ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν εἴμεθα ἄξιοι νά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται. Ἰδού ἡ πενιχρά συνεισφορά μου. Ἄς μέ μιμηθεῖ ὅστις θέλει.» Καί διακόπτοντας τόν λόγο του ἔριξε κάτω λίγες λίρες, τίς μόνες πού εἶχε. Ἐπειδή ὅμως θεώρησε τήν προσφορά του μικρή, σέ λίγο συνέχισε : «Ἀλλ' ὄχι, ἡ συνεισφορά αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλά ἔχω ἐμαυτόν καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη γιά τά παιδία του; ἄς καταβάλη ἐνταῦθα τό τίμημα!»

Ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Γεννάδιου δέν μείωσε τήν ἐντύπωση τοῦ λόγου του. «Ὅλοι ἄρχισαν νά συνεισφέρουν στρατιωτικοί καί πολιτικοί, τό πολυτιμότερον ὁποῦ ἕκαστος εἶχεν ἐπάνω του καί τό ἀκριβώτερον, καί ἐξακολουθοῦσαν νά δίδουν καί τάς ἑπομένας ἡμέρας.» Ἡ συγκέντρωση πῆρε μεγαλύτερη διάσταση μέ τήν ἄφιξη ἑκατοντάδων παιδιῶν ὅλων τῶν σχολείων μέ τήν ἐθνική σημαία, ἐνῶ ὁ φλογερός Γεννάδιος συνέχιζε, καταγγέλλοντας τήν ἰδιοτέλεια καί τήν φιλαρχία καί ἐξορκίζοντας τόν λαό νά ἐμποδίσει τήν «ἐκ νέου τῆς Ἑλλάδος τήν δουλικήν ἡμέραν καί ταπείνωσιν!»

«Τό ἀποτέλεσμα τῆς φιλοπάτριδος ταύτης δημηγορίας ὑπῆρξε καταπληκτικόν. Ὁ λαός ἐκινήθη εἰς δάκρυα καί ἡ συναίσθησις τοῦ καθήκοντος ἐφαίνετο ὅτι διηγέρθη ὀξύτερον ἤ ὑπό τῶν πολλῶν ἐκκλήσεων καί ἐπειγουσῶν διαξηρύξεων τῆς Διοικήσεως. Πολλοί ἀνεφώνησαν προσφέροντες χρήματα, ὥστε κατέστη ἐπάναγκες νά ὁρισθῆ ἐπιτροπή ἐκ τοῦ λαοῦ πρός παραλαβήν τῶν προσφορῶν. Διωρίσθη γραμματεύς ὅπως ἐγγράφη αὐτάς καί μεγαλοφώνως ἠγγέλλετο ἑκάστου τό ὄνομα καί τό ποσόν. Ἕτεροι ρήτορες ἠκολούθησαν καί ἡ συγκίνησις διήρκεσεν δι' ὅλης τῆς ἡμέρας. Συνωθοῦντο πάντες, τίς πρῶτος νά προσφέρη καί ἐφιλοτιμοῦντο νά τύχωσι τῶν ἐπευφημιῶν δι' ὦν τό πλῆθος ἐχαιρέτιζε τάς προσφοράς ἐκείνας αἵτινες ἐφαίνοντο μεγάλαι ἐν συγκρίσει τῶν μέσων τοῦ δωροῦντος. … Ἀλλά κραυγή πάντη διάφορος, ἔκρηξις ἐνθουσιώδους ἐπευφημίας, ἐπηκολούθησε τήν ἀγγελίαν τοῦ μηνύματος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, ὅστις ἔλεγε ὅτι χρήματα μέν δέν εἶχε, ἀλλά πρόσφερε τόν χρυσοῦν κολεόν (τό θηκάρι) καί τά κοσμήματα τοῦ ξίφους του, μεγίστης ἀξίας παρακαλῶν νά τηρηθῶσι ταῦτα ὡς κατάθεμα, ἕως οὗ δυνηθῆ νά πέμψη χίλια γρόσια, ὡς λύτρα αὐτῶν. Ὁ δυστυχής εἶχε κάμει ὅ,τι πλέον ἠδύνατο καί τώρα ἐπένετο».

Οἱ αὐθόρμητες προσφορές ἦταν πλέον ἀθρόες. Ὅλοι ἔδιναν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, χρήματα, κοσμήματα, χρυσά ἤ ἀσημένια ρολόγια. Οἱ γυναῖκες ἔδιναν τά νυφικά τους δακτυλίδια. Ἡ Μυκονιάτισσα Μαντώ πού εἶχε προσφέρει ὅλη της τήν περιουσία γιά τόν ἀγῶνα, πρόσφερε τώρα ὅ,τι ἀπόμενε. Ἡ Πατρινή Καλλιόπη ἔφερε τά κοσμήματα καί τά δῶρα τοῦ ἀρραβώνα της. Ὁ φτωχός καί ἔντιμος Νικηταρᾶς ἔδωσε τό μόνο πολύτιμο ἀντικείμενο πού κατεῖχε, ἕνα πολύτιμο τούρκικο σπαθί πού τοῦ εἶχαν χαρίσει γιά τά ἀνδραγαθήματά του, ὅταν στήν ἅλωση τῆς Τρίπολης εἶχε ἀποφύγει νά πάρει κάτι ἀπό τά λάφυρα.

Ὅμως, οἱ συνεισφορές πού ἔδιναν οἱ στρατιῶτες καί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκαναν τήν πιό βαθιά ἐντύπωση. « Ἕνας πυροβολητής τῆς Φρουρᾶς, πρόσφερε ὅλη τήν περιουσία του δηλ. 200 γρόσια (σ’ ἐθνική ὁμολογία) καί δύο ρουπιέδες (μισό τάλληρο). Κι' ἕνας ἄρρωστος στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ, ὅσα εἶχε, δηλαδή ἕνα ἀργυρό χαϊμαλί, πού εἶχε κρεμάσει στό λαιμό του γιά τίς ἐχθρικές σφαῖρες καί ἕνα τάλληρο. Ἄλλοι στρατιῶτες ἔδιναν, ὅσοι εἶχαν ἀργυροστολισμένα ὅπλα, ἤ ἔσχιζαν τίς χρεωστικές ἀποδείξεις μισθῶν, γιά περασμένους μῆνες, πού τούς εἶχε δώσει ἡ κυβέρνηση. Μιά γρηά, πού ἕνας Ἀράπης τῆς εἶχε κόψει τό ἕνα αὐτί, ἦρθε στήν ἐπιτροπή καί, ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπό τό μοναδικό της αὐτί, τό χρυσό σκουλαρίκι της, τό πρόσφερε. Ἕνα φτωχό παιδάκι, πού ζητιάνευε ἤ καί κουβαλοῦσε νερό γιά νά ζήσει, ἔβγαλε ἀπό τήν ζώνη πού τά εἶχε ραμμένα δύο τάλληρα, ὅλες δηλαδή τίς οἰκονομίες του ἀπό τίς ἐλεημοσύνες καί τά πρόσφερε».

Ὅμως, τό κορύφωμα ἦταν ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ πασίγνωστη καί θλιβερή Ψωροκώσταινα, πρόσφυγας ἀπό τίς Κυδωνίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού τήν εἶχαν καταστρέψει οἱ Τοῦρκοι, σφάζοντας τόν ἄντρα της καί παίρνοντας τά παιδιά της. Ἡ ἀρχόντισσα στόν τόπο της Ψωροκώσταινα ἐπιβίωνε στό Ναύπλιο ζητιανεύοντας, παράλληλα ὅμως περιμάζευε, ἔπλενε καί φρόντιζε τά ὀρφανά παιδιά πού περιφέρονταν στούς δρόμους. Ἦταν λοιπόν τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀξέχαστης ἐκείνης μέρας ἡ στιγμή πού ἡ ταλαίπωρη Ψωροκώσταινα πλησίασε τήν ἐπιτροπή και πρόσφερε τό ἀσημένιο δακτυλίδι της καί τό μοναδικό γρόσι πού φύλαγε στόν κόρφο της.

Μέ τίς εἰσφορές εἶχε συγκεντρωθεῖ σημαντικό ποσό, ὥστε νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἄμεσες ἀνάγκες τῶν πολεμιστῶν καί τοῦ ἐξοπλισμοῦ των. Ὅμως ὁ Γεννάδιος κάλεσε τόν λαό καί τόν στρατό νά ἀντιμετωπίσουν τό ἰσχυρό ἱππικό τῶν Τούρκων καί ζήτησε τή δήμευση τῶν ἀλόγων. « Ἀλλά ποῦ, θέλομεν εὕρει τούς ἵππους;… ἄν δέν μᾶς τούς δίδωσι, τούς παίρνομεν διά τῆς βίας;» ρώτησε. «Προτοῦ νά προφθάσουν λαός καί στρατός νά κινηθοῦν. Ὅλοι οἱ προεξάρχοντες ἠναγκάσθησαν νά τούς παραδώσωσιν. Ζαϊμης ὁ Πρόεδρος προέλαβε τούς ἄλλους , διότι ἡ οἰκία τους ἦτο παρά τήν πλατεῖαν καί ἤκουσε τούς λόγους τοῦ Γενναδίου. Τρεῖς θαυμάσιοι ἄραβες ἵπποι ἀμέσως προσεφέρθησαν ἐξ ὁνόματος τοῦ Προέδρου… Ἡ ἔξαψις ἀνάγκασε τούς προύχοντας καί τούς πλουσίους νά προσέλθωσι καίτοι ἄκοντες». Ἔτσι, συγκεντρώθηκεν ἱκανός ἀριθμός ἀπό ἄλογα.
Ὁ Γεννάδιος συνέχισε ἀκάθεκτος: « Ἱππικόν θά σχηματίσωμεν. Τώρα θά σᾶς ἐρωτήσω: Θά ἐκστρατεύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τῶν ἐχθρῶν;» Καί ἐνῶ τά παιδιά τῶν σχολείων φώναζαν : «Σώσατε, σώσατέ μας ἀπό τόν Τοῦρκο!», οἱ στρατιῶτες ἀπάντησαν κλαίγοντες μέ τήν κραυγή : « Εκστρατεύομεν, παιδιά μας, εκστρατεύομεν!»

Ὁ Γεννάδιος ἦταν πλέον ὁ παντοδύναμος κυρίαρχος τῶν περιστάσεων ἐκείνων. Ἄν ἤθελε μποροῦσε νά κυβερνήσει, ὅπως τοῦ πρότειναν. Ὅμως ὁ ἀνιδιοτελής καί σεμνός ἐκεῖνος πατριώτης, «σωτήρ τῆς πατρίδος», δέν εἶχε προσωπικές φιλοδοξίες. Προτίμησε νά ἐπιστρέψει στό ἐκπαιδευτικό του έργο.


(Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες των Ν. Σπηλιάδη, Α.Ραγκαβή, Νικ. Κασομούλη, Μ.Γούδα, Δρ Σάμουελ Χάου καί τήν αφήγηση του Τάκη Αργ. Σταματόπουλου)

Η ιστορική Θράκη

Μεγάλη και πολύμορφη, κατοικούμενη από πολλούς λαούς είναι η ευρύτερη Θράκη. Πάνω από δασωμένα, γεμάτα μυστήριο βουνά ξεκινούν ποτάμια, που περνώντας από εύφορες πεδιάδες με μαύρο λιπαρό χώμα, καταλήγουν σε τρεις θάλασσες. Το βλέμμα ελεύθερο, δεν συναντά τα βουνά και τη θάλασσα όπως στη Νότια Ελλάδα, αλλά χάνεται μέσα στις θαμπές, γεμάτες θλίψη και απροσδιόριστη γοητεία, πεδιάδες.

Η διαυγής σκέψη των Ελλήνων παίρνει στη Θράκη δρόμους διαφορετικούς. Δρόμους, που οδηγούν στις ιδιόμορφες αντιλήψεις και τα βαθιά αισθήματα του βυζαντινού ελληνικού κόσμου.
Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, ένα φαινόμενο δϊιστορικό, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.
Ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης είναι η Θράκη. Η Κωνσταντινούπολη η ίδια ξεπερνά, ως αυτοκρατορική πόλη, τη σημασία και τη βαρύτητα της Θράκης. Έχει προσφυώς λεχθεί ότι η Κωνσταντινούπολη μόνη της αξίζει όσο μια αυτοκρατορία. Αυτός που την κατέχει μπορεί να επιδιώξει την παγκόσμια κυριαρχία.
Η σημασία της Θράκης για τον Νέο Ελληνισμό δεν είναι μόνο αυτή ενός συστατικού χώρου, γιατί η Θράκη αποτελεί το άνοιγμά του προς τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, χώρους θεμελιώδεις γι' αυτό που ονομάζουμε οικουμενικότητα. Άλλωστε στον θρακικό χώρο βρίσκεται η για δεκαέξη αιώνες μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Βάθρο και πηγή του Νέου Ελληνισμού είναι ο βυζαντινός κόσμος. Η ελληνική ιστορία είναι συνεχής και αδιάσπαστη ως αποτέλεσμα πολιτισμικής συνέχειας και πολιτισμικής συνέπειας. Σήμερα, το συλλογικό υποσυνείδητό μας αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα σε αντιδιαστολή προς τις πραγματικότητες που είχαν διαμορφωθεί στην ευρύτερη Ανατολή μετά την αναγέννηση και την ακμή του Νέου Ελληνισμού κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Αυτό ισχύει και για την ευρύτερη Θράκη, της οποίας η εξέλιξη συναρτάται με χαρακτηριστικούς τρόπους με τις διαδικασίες που οδήγησαν στην ακμή του Νέου Ελληνισμού και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Το δίπολο Αθήνα - Κωνσταντινούπολη με κόμβους και προεκτάσεις την Οδησσό, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια δεν υπάρχει πλέον˙ γεγονός του οποίου η σημασία δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητή και, πολύ περισσότερο, δεν έχει αποτιμηθεί. Ο χώρος της Θράκης αποτελούσε σημαντικό πλαίσιο στην πραγματικότητα που περιγράψαμε αλλά και συνέδεε το προς την Ευρώπη προσανατολισμένο ελληνικό κράτος με την καθ' ημάς Ανατολή.
Οι πραγματικότητες της καθ' ημάς Ανατολής, του άξονα Αθήνας - Κωνσταντινούπολης και του προς την Ευρώπη προσανατολισμένου ελληνικού κράτους αντιπροσωπεύουν, κατά την αντίληψή μας, μία περίοδο ακμής του Ελληνισμού γενικότερα και της Θράκης ειδικότερα και είναι αποτελέσματα μακραίωνων ιστορικών διαδικασιών.
Πρόκειται για διαδικασίες που είναι αποτελέσματα μιας αναστάσιμης ιδεολογίας και ενός αναγεννητικού αιτήματος που αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας. Η αντίληψη πάλι δικά μας θάναι βρίσκεται πίσω από την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα˙ εξέλιξη που διακόπτεται απότομα το 1922.
Η ιδέα του κρατικοποιημένου έθνους, που δρομολόγησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, παίρνει, κατά τον 20ο αιώνα, απόλυτες μορφές στα Βαλκάνια και την Ανατολή και οδηγεί σήμερα στη δημιουργία εθνικών κρατών και μετακινήσεις πληθυσμών σε κολοσσιαία κλίμακα. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα είναι η εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία.
Η δημιουργία εθνικών κρατών στα Βαλκάνια σημαίνει μεγάλες δοκιμασίες για τον θρακικό Ελληνισμό. Η χώρα της Θράκης διασπάται σε τρία τμήματα, που σήμερα ανήκουν σε τρία διαφορετικά εθνικά κράτη.
Η ασύλληπτης έκτασης τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή δημιουργεί νέες πραγματικότητες για τον Ελληνισμό. Δεν υπάρχει πια ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ανατολικού Ελληνισμού και οι Έλληνες αποτελούν πλέον ένα μικρό κρατικοποιημένο έθνος. Ο Ανατολικός Ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθορά. Δεν χάνεται μόνο ένα τμήμα του από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αλλά μαζί οι πατρίδες τους, οι παραδόσεις τους, οι θεσμοί τους, η κοινωνική συνοχή τους και τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Όσον αφορά τη Θράκη, η μοίρα της καθορίσθηκε ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι πια καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή, η οποία ακόμη παραμένει ανεξήγητη, αδικαιολόγητη και κυριολεκτικά άγνωστη.
Σήμερα η Ελληνική Θράκη αποτελεί μια ιδιάζουσα και πολύτιμη πολιτιστική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακραίωνης συμβίωσης του ανήσυχου ελληνικού στοιχείου με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Αποτελεί επίσης ένα ενδιάμεσο χώρο που μπορεί να συνδέσει την Ελλάδα με τα Βαλκάνια και την Ανατολή.
Το σύγχρονο αίτημα για τη Θράκη, ως τμήμα του ελληνικού κράτους, είναι η αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών της. Τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα, τα οποία συνεπάγονται τη δημιουργία ενιαίου χώρου στα Βαλκάνια, δημιουργούν νέες προκλήσεις για τη χώρα μας. Η Θράκη πλέον βρίσκεται ξανά στο κέντρο ενός τεράστιου αναπτυσσόμενου χώρου και επανακτά τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα που τη χαρακτήριζαν κατά τη μακραίωνη ιστορία της.
Η συμμετοχή του ελληνικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οικονομική ανάπτυξη, η δημογραφική ανάκαμψη, η κοινωνική συνοχή και η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε μια ανοικτή κοινωνία, είναι οι παράγοντες που εξασφαλίζουν, ως ένα βαθμό, τις προϋποθέσεις για την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ελληνικής Θράκης.

Ο διαχωρισμός Δύσης και Ανατολής

Συνεχίζεται και στο τεύχος του Ιανουαρίου 2009 της «Διπλωματικής Μοντ» από τον αρχισυντάκτη της Alain Gresh (άρθρο με τίτλο «Η επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας από τη Δύση») η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος (βλ. το άρθρο μας στο Αντίβαρο «Ο οριενταλισμός δεν έχει μέλλον»).

Αναδιφώντας την πρόσφατη βιβλιογραφία ο Alain Gresh προσπαθεί να προσδιορίσει τους όρους κάτω από τους οποίους η Δύση αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει επιλεκτικά τις ιστορικές διαδικασίες που οδήγησαν και συντηρούν τον διαχωρισμό Δύσης και Ανατολής και την παγκόσμια επέκταση και κυριαρχία της Δύσης. Οπωσδήποτε, το θέμα αντιμετωπίζεται με όρους ιστορικών συμβάντων, ενώ υποβαθμίζονται οι πολιτισμικές συνιστώσες που, κατά τη γνώμη μας, συνιστούν τις προϋποθέσεις, που επιβάλλουν την αντιπαράθεση Ασίας–Ευρώπης και τους όρους κάτω από τους οποίους έχει επιβληθεί και συνεχίζει η παγκόσμια κυριαρχία της Δύσης.

Κατά τον Alain Gresh η αναδιάταξη του παγκόσμιου συστήματος προς όφελος νέων συντελεστών, όπως η Ινδία και η Κίνα, τείνει να δημιουργήσει στη Δύση ένα ψυχισμό απειλής και μανιχαϊστικής αντίληψης της ιστορίας. Αναβιώνει κατά κάποιο τρόπο η έκκληση για σταυροφορία που απηύθυνε ο Κάιζερ Γουλιέλμος B στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η διαφαινόμενη τότε εξέγερση των αποικιών φαινόταν να απειλεί την Ευρώπη. Μέσα από τέτοιους ψυχισμούς ο κόσμος ερμηνεύεται και τοποθετείται μέσα σε μια διαρκή αντιπαράθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας. Ο κόσμος εμφανίζεται διπολικός και η σύγκρουση Ανατολής–Δύσης και Ευρώπης–Ασίας θεωρείται ως ο άξων της παγκόσμιας ιστορίας. Χαρακτηριστικά παρουσιάζονται πρόσφατες μελέτες, όπως το βιβλίο του Anthony Pagden, που έχει διδάξει στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ και του Χάρβαρντ, «Κόσμοι σε πόλεμο – Η 2500 ετών πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης» και το βιβλίο του Paul Cartledge, καθηγητή της ελληνικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, «Θερμοπύλες. Η μάχη που άλλαξε τον κόσμο».

Τα βιβλία αυτά, που έτυχαν ευρείας αποδοχής στον αγγλοσαξονικό κόσμο, παρουσιάζουν την ανθρώπινη ιστορία ως συνεχή εξέλιξη της διαχρονικής αντιπαράθεσης Ευρώπης - Ασίας. Κατά τον Anthony Pagden: «Η φωτιά που άναψε στην Τροία, συνεχίζει να καίει με τους Πέρσες να διαδέχονται τους Τρώες, τους Φοίνικες να διαδέχονται τους Πέρσες, τους Πάρθους να διαδέχονται τους Φοίνικες, τους Σασσανίδες να διαδέχονται τους Πάρθους, τους Άραβες να διαδέχονται τους Σασσανίδες, τους Τούρκους να διαδέχονται τους Άραβες…».Κατά τον ίδιο: «Ο Ηρόδοτος μας δείχνει ότι αυτό που ξεχωρίζει τους Έλληνες από τους Πέρσες, ή τους Ασιάτες από τους Ευρωπαίους, ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ από τις πολιτικές διαφορές. Ήταν μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη που καθόριζε τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης». Ο Paul Cartledge δεν διστάζει να δηλώσει ότι το γεγονός της 11/9 ανανεώνει τη σημασία των Θερμοπυλών στη σύγκρουση δεσποτισμού και ελευθερίας. Μία παραλλαγή των αντιλήψεων αυτών εκφράζει και σε επικοινωνιακό επίπεδο το φιλμ «300», το οποίο εκτός από τα ταμεία στόχευε και στη δαιμονοποίηση του Ιράν.

Είναι γεγονός ότι ο διαχωρισμός Ευρώπης -Ασίας οφείλεται στους Έλληνες. Μέσα στις «Ιστορίες» του Ηρόδοτου, στους «Πέρσες» του Αισχύλου ή στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, είναι ήδη σαφής και παραμένει αμετάβλητος μέχρι σήμερα ο διαχωρισμός Ευρώπης και Ασίας, Ανατολής και Δύσης. Κατά την κλασική αρχαιότητα η Δύση και η Ευρώπη είναι κυρίως η Ελλάδα και αυτή την Ελλάδα θέλουν και επιμένουν να ξέρουν οι Δυτικοί. Κατά τον Marcel Detienne, καθηγητή στο πανεπιστήμιο John Hopkins, συγγραφέα του βιβλίου «Οι Έλληνες και εμείς. Μια συγκριτική ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάδας», η ευρωπαϊκή ιστορία αρχίζει με τους Έλληνες. Το γεγονός αυτό, όπως και το ότι οι Έλληνες δεν μοιάζουν με κανέναν από τους άλλους, είναι ουσιώδες για τη δημιουργία των ευρωπαϊκών εθνικών μύθων και της επιμονής στην ιδέα της Δημοκρατίας.

Τέτοιες αντιλήψεις μοιάζουν σαν να οδηγούν στην επανεμφάνιση κάποιου κλασικισμού και ίσως αναζωογονήσουν τις κλασικές σπουδές, αν και οφείλονται σε συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες και δεν φαίνεται να εδράζονται σε βαθύτερα αίτια. Ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τη συγκρουσιακή και μανιχαϊστική παρουσίαση της ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν αναφέρεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επικών αγώνων και παραμένει στο περιθώριο. Κατά την αντίληψή μας η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά το ότι μπορεί άνετα να τοποθετηθεί στο σχήμα της αντιπαράθεσης Ανατολής–Δύσης, παρουσιάζει το ακανθώδες πρόβλημα του ενδιάμεσου χώρου, ο οποίος βρίσκεται εκτός της μανιχαϊστικής διαίρεσης του κόσμου.

Υπάρχουν ωστόσο και απόψεις που δεν συμβιβάζονται προς την ιδέα της κάθετης διαίρεσης Ανατολής–Δύσης. Ορισμένοι αγγλοσάξονες συγγραφείς απορρίπτουν την ιδέα της μοναδικότητας της Ευρώπης και αμφισβητούν την αντίληψη της ευρωπαϊκής συνέχειας από την εποχή της ελληνικής αρχαιότητας. Σύμφωνα με το John Hobson, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Sheffield και συγγραφέα του βιβλίου «Οι ανατολικές αρχές του δυτικού πολιτισμού», ο ευρωκεντρισμός επιβάλλει την εσφαλμένη αντίληψη της υπεροχής της Δύσης και του διαχωρισμού της από τον υπόλοιπο κόσμο και δημιουργεί την ανάγκη της προστασίας από κάποιον ανύπαρκτο κίνδυνο, τον κίνδυνο των βαρβάρων. Και κατ’ άλλους, ο φόβος των βαρβάρων είναι μια καταστρεπτική ψευδαίσθηση, που μπορεί να αντιμετωπισθεί με την προσφυγή στην αυθεντική παράδοση του Διαφωτισμού, την αναγνώριση γενικών αξιών με παγκόσμια εφαρμογή, όπως και την κατανόηση και αποδοχή του πολιτισμικού πλουραλισμού. Οι δυτικοί προσπάθησαν να διαμορφώσουν τον κόσμο ξεκινώντας από μια ταυτότητα που δικαιολόγησε ηθικά τον ιμπεριαλισμό και την επέκταση. Βάρβαρος είναι αυτός που πιστεύει ότι ένα άτομο ή ένας λαός μπορεί να υποστεί μεταχείριση που δεν θα την επιθυμούσε ο ίδιος. Είναι ο φόβος των βαρβάρων που κάνει τους ίδιους τους Ευρωπαίους βάρβαρους, ώστε το κακό που γίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που φοβούνται. Μόνο το άτομο που αναγνωρίζει την ατομικότητα και την ύπαρξη του άλλου μπορεί να θεωρείται πολιτισμένο.

Μέσα στα πλατειά κύματα της ιστορίας πολλοί λαοί, και μεταξύ τους ο ελληνικός λαός, έχουν πράγματι εμπειρία αυτού που άλλοι αμφισβητούν ως κίνδυνο των βαρβάρων. Και μάλιστα εμπειρία που είναι αμφίδρομη, ξεκινά και από την Ανατολή και από τη Δύση.

Ο κόσμος χωρίς πυρηνικά όπλα

Παράλληλα με το γεγονός του πολλαπλασιασμού των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ενέργειας και τις φιλοδοξίες χωρών του τρίτου κόσμου για κατασκευή πυρηνικών όπλων, φαίνεται ότι οι πολιτικές και στρατηγικές συγκυρίες υποχρεώνουν τις ΗΠΑ να επιδιώξουν την κατάργηση των πυρηνικών οπλοστασίων.
Εκτός από την αποστροφή του λόγου, που εκφώνησε κατά την ορκωμοσία του ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, εμφανίζονται και δημοσιεύματα που μιλούν για την ανάγκη κατάργησης των πυρηνικών οπλοστασίων σε παγκόσμια κλίμακα. Χαρακτηριστικό είναι άρθρο που δημοσιεύει η έγκυρη επιθεώρηση Foreign Affairs στο τελευταίο τεύχος του 2008. Ακόμη εμφανής είναι, όπως φάνηκε κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ, η διακομματική συναίνεση στο θέμα αυτό.
Είναι γεγονός ότι η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ επαρκεί τόσο, ώστε να μην είναι πια αναγκαία η ανάπτυξη ή η χρήση πυρηνικών όπλων. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η κατάρρευση της αντίπαλης υπερδύναμης περιόρισε την αναγκαιότητα του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ σε μέσο αποφυγής της χρήσης πυρηνικών όπλων από άλλες δυνάμεις. Σήμερα, 20 χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η διατήρηση των πυρηνικών οπλοστασίων και η σκοπιμότητά τους τίθεται σε αμφισβήτηση, ενώ αναζητείται ο στρατηγικός ρόλος τους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο είναι απαραίτητο για αποτροπή ή ακόμη για καταστροφή κρυφών ή υπόγειων στόχων σε εχθρικές χώρες, όπως και για την αντιμετώπιση πολλών απειλών, όπως χημικά και βιολογικά όπλα μαζικής καταστροφής ή μαζικές συμβατικές στρατιωτικές συγκεντρώσεις. Ωστόσο, η σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ είναι σήμερα η πιθανότητα ότι κάποιοι, όπως οι αποκαλούμενοι τρομοκράτες, θα επιφέρουν ένα απροσδόκητο πυρηνικό πλήγμα εναντίον τους. Η διάδοση των πυρηνικών όπλων και ο πολλαπλασιασμός των πυρηνικών εργοστασίων ενισχύουν την απειλή αυτή.
Είναι, λοιπόν, προτιμότερη για τις ΗΠΑ μια διεθνής ισορροπία μηδενικής βάσης, όπου κανείς δεν θα διαθέτει πυρηνικά όπλα, αλλά και τα προϊόντα-κατάλοιπα των πυρηνικών εργοστασίων θα ελέγχονται αυστηρά, ώστε να εμποδίζεται η πολεμική τους χρήση από οποιονδήποτε.
Ωστόσο, η μετάβαση σε μια τέτοια κατάσταση φαίνεται να παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες: όπως είναι σήμερα τα πράγματα, κάθε χώρα που διαθέτει πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας αποκτά αυτόματα εμπλουτισμένο ουράνιο και κοβάλτιο ως υποπροϊόντα της παραγωγής. Για πολλά χρόνια, η κατοχή τέτοιων υλικών από χώρες, που διέθεταν πυρηνικά εργοστάσια ενέργειας, δεν είχε μεγάλη σημασία, αφού οι δυσκολίες κατασκευής πυρηνικών όπλων ήταν τεράστιες. Όμως, σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο εμπλουτισμός του ουρανίου με φυγοκεντρισμό και ο διαχωρισμός του πλουτωνίου από τα βιομηχανικά κατάλοιπα βασίζονται σε τεχνολογίες που είναι πια ευρέως γνωστές και που βρίσκονται στη διάθεση κάθε χώρας αποφασισμένης να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα. Τι είδους έλεγχοι των καταλοίπων των πυρηνικών εργοστασίων θα επιβληθούν και πώς θα εφαρμοσθούν;
Υπάρχει ήδη η εμπειρία της Συμφωνίας για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η οποία απεδείχθη ανεπαρκής, αφού η Ινδία, το Ισραήλ και το Πακιστάν ουδέποτε την αποδέχθηκαν, ενώ η Βόρειος Κορέα και το Ιράν, παρ΄ όλο που την υπέγραψαν, βρήκαν τρόπους να την παραβιάσουν. Ωστόσο, η ουσιαστική αδυναμία της συμφωνίας αυτής ήταν το ότι επέτρεπε την κατοχή ουρανίου και πλουτωνίου για ειρηνικούς σκοπούς.
Τώρα ζητείται πλέον ο καθολικός και ασφυκτικός έλεγχος των πυρηνικών υλικών. Σε σχέση με τους μηχανισμούς ελέγχου, μπορεί κανείς να διακρίνει στα άρθρα που δημοσιεύθηκαν την ανομολόγητη πρόθεση του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ να καταστήσουν τη χώρα τους σε κάποιο βαθμό επιδιαιτητή των στρατηγικών ισορροπιών σε παγκόσμια κλίμακα και να ενισχύσουν τη σημασία της ως υπερδύναμης. Επί πλέον, με την κατάργηση των πυρηνικών όπλων ενισχύεται η σημασία της τεχνολογικής υπεροχής της στρατιωτικής δυνατότητας, που παρά την οικονομική κάμψη τους διαθέτουν οι ΗΠΑ. Αυτό, βέβαια, είναι ένα κόστος που πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, αν ο κόσμος απαλλαγεί από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς.
Πριν όμως επιβληθούν έλεγχοι των πυρηνικών καταλοίπων σε παγκόσμια κλίμακα θα πρέπει να φθάσουμε σε μια κατάσταση μηδενικής βάσης για τα πυρηνικά οπλοστάσια όλων των χωρών. Υπάρχουν σήμερα περισσότερα από 25.000 πυρηνικά όπλα, των οποίων το 95% μοιράζονται ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Επιπλέον υπάρχουν διάσπαρτοι σε 40 χώρες σε όλο τον κόσμο 3.000 τόνοι πυρηνικού υλικού, αρκετού για την κατασκευή 250.000 πυρηνικών όπλων.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να πεισθούν όλα τα μέλη της πυρηνικής λέσχης, αλλά και οι επίδοξες πυρηνικές δυνάμεις να καταστρέψουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, να διακόψουν την έρευνα και την παραγωγή πυρηνικών όπλων και να θέσουν τα πυρηνικά υλικά που διαθέτουν κάτω από διακρατικούς ελέγχους. Μια τέτοια παγκόσμια συναίνεση απαιτεί τη διευθέτηση περιφερειακών προβλημάτων και τη συμφωνία ορκισμένων αντιπάλων, δηλαδή, απαιτείται, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια παγκόσμια τάξη που θα διευθετήσει όχι μόνο συγκρούσεις και στρατηγικές ανισορροπίες σε επίπεδο υπερδυνάμεων, αλλά και συγκρούσεις και απειλές σε περιφερειακά περιβάλλοντα. Αν για τις ΗΠΑ τα πυρηνικά όπλα και η διάδοσή τους αποτελούν απειλή, αυτό δεν ισχύει για τη Ρωσία, το Πακιστάν και, πολύ περισσότερο, για το Ισραήλ. Οι χώρες αυτές βασίζουν τη στρατηγική ισορροπία με ισχυρότερους αντιπάλους στην πυρηνική απειλή, δηλαδή στη δυνατότητα που έχουν για αποτροπή και απάντηση με πυρηνικό πλήγμα. Αλλά και τα υπόλοιπα επίσημα και ανεπίσημα μέλη της πυρηνικής λέσχης έχουν το καθένα τους λόγους του, για τους οποίους δύσκολα θα συμφωνήσουν στην κατάργηση της πυρηνικής τους δύναμης. Η Γαλλία έχει συνδέσει τους πυρηνικούς εξοπλισμούς με την εθνική της ανεξάρτητη στάση. Το Ιράν επιδιώκει τον πυρηνικό εξοπλισμό για να αποτρέψει τις πολλαπλές απειλές εναντίον του. Μόνο η Ινδία και η Κίνα έχουν σαφώς αποδεχθεί τη λογική της χρήσης του πυρηνικού τους δυναμικού αφού και εφ΄ όσον υποστούν πυρηνική προσβολή.
Οπωσδήποτε, την κατεύθυνση για μια κατάσταση μηδενικής βάσης στους πυρηνικούς εξοπλισμούς πρέπει να δώσουν οι ίδιες οι ΗΠΑ, μετατρέποντας το αμυντικό τους δόγμα το οποίο δίνει ένα «κρίσιμο ρόλο» στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο και πραγματοποιώντας θεμελιώδεις αλλαγές στην αμυντική τους στρατηγική. Μία προσπάθεια για ένα επιτυχές μοντέλο μηδενικής βάσης στα πυρηνικά οπλοστάσια απαιτεί ισότητα για όλους, εκμηδενισμό των απειλών και ευρεία σύμπτωση συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανεξάρτητα από τα κίνητρα, τις προθέσεις και τις επιδιώξεις τους, η ανάγκη για κατάργηση των πυρηνικών όπλων επιβάλλει στις ΗΠΑ ένα ανθρωπιστικό πρόταγμα με ιστορικές διαστάσεις. Ίσως η σημερινή συγκυρία επαναφέρει τις ΗΠΑ σε ρόλο που θα τις ανταμείψει και πάλι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τη διεθνή αναγνώριση και αποδοχή.

Ενας πολιτισμικός πρόσφυγας

«Όπως όλοι οι Ευρωπαίοι μεγάλωσα και 'γω με την διδασκαλία ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός γεννήθηκε στην Ελλάδα, ότι εμείς, οι πολιτισμένοι του κόσμου είμαστε οι απόγονοι όλων αυτών των θαυμάσιων ανθρώπων όπως ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Φειδίας και χίλιοι δυο άλλοι. Και μάθαμε να λέμε «Δημοκρατία» και «πολιτική» και «οικονομία» και «θέατρο» και «ποίηση» και χίλιες δυο άλλες Ελληνικές λέξεις, και ποτέ δάσκαλος δεν μας είπε ότι είναι περίεργο πώς οι πολιτισμένοι λαοί, όπως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, δεν βρήκαν στις τόσο πλούσιες γλώσσες τους λέξεις για να εκφράσουν τις πιο βασικές δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τέρμα. Και δεν βρέθηκε δάσκαλος που να μας πει ότι μολονότι εμείς είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, υπάρχουν κάποιοι φτωχοί συγγενείς που λέγονται Έλληνες και ίσως νάναι και αυτοί απόγονοι των «δικών» μας αρχαίων προγόνων.
»Έτσι μεγάλωσα. Ύστερα, πριν δεκαπέντε χρόνια, αποφάσισα να κάνω και εγώ ένα ταξίδι – προσκύνημα – στην πατρίδα του πολιτισμού «μου». Και ξεκίνησα για την Ελλάδα.
»Ήταν, όπως είπα, πριν δεκαπέντε χρόνια: ένα ωραίο πρωί του Ιουνίου, ξεμπαρκάρισα στην Ηγουμενίτσα, αρχή του προσκυνήματος.
»Με εντυπωσίασε το τοπίο, τρελλάθηκα με τα βουνά της Ηπείρου, με τα Γιάννενα, έμεινα με ανοιχτό στόμα στη Δωδώνη και νόμισα ότι άρχιζα να νοιώθω την Ελλάδα. Αλλά πριν φθάσω στην Πελοπόννησο και στην Αττική ξέχασα τοπία και αρχαιότητες, γιατί στο Αγρίνιο έπαθα το πρώτο «κοινωνιολογικό σοκ»:
» Ήταν απογευματάκι όταν έφτασα στην πλατεία του Αγρινίου, μόλις είχε τελειώσει η «σιέστα», ήδη ανοίγανε τα καφενεία και αποφάσισα να πιω ένα καφέ. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα, κάθισα σε ένα τραπέζι και παράγγειλα. Αυτή τη στιγμή σηκώνεται από ένα άλλο τραπέζι ο μοναδικός άλλος πελάτης και έρχεται κοντά μου, κάθεται στο τραπέζι μου και αρχίζει να μου μιλάει. Δεν ήξερα τότε ακόμα ελληνικά και με το λεξικό που είχα στην τσέπη μου και με μερικές αγγλικές λέξεις που ήξερε ο συνομιλητής μου, σιγά-σιγά κατάλαβα τι θέλει ο άνθρωπος. Ήθελε να με γνωρίσει. Με ρώτησε από πού είμαι, τι δουλειά κάνω, αν είμαι παντρεμένος, αν ζουν οι γονείς μου και άλλα. Μου είπε ότι ο ίδιος είναι καπνεργάτης. Και τότε έπαθα το σοκ: Πώς γινόταν αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας εργάτης να μιλάει ελεύθερα με έναν αντιπρόσωπο της αστικής τάξης; Πώς μπορεί να ενδιαφέρεται χωρίς συμφέρον – γιατί ήξερε και αυτός, όπως εγώ, ότι ποτέ στη ζωή μας δεν θα ξαναϊδωθούμε – για κάποιον που θα έπρεπε ή να μισεί ή να φοβάται ή, τουλάχιστον, να νοιώθει απέναντί του ένα τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας, που να μην του έρθει ποτέ η επιθυμία να του μιλήσει. Γιατί σε μας, στις ευρωπαϊκές χώρες, αυτές είναι οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων…»
Αυτό το κοινωνιολογικό και πολιτισμικό σοκ ήταν η αφορμή για να παραμείνει τελικά μόνιμα στην Ελλάδα ο Αυστριακός Λαυρέντιος Γκέμερεϋ. Το απόσπασμα που παραθέτουμε ανήκει στην εισαγωγή του αξιοσημείωτου βιβλίου του «Η δύση της Δύσης. Η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός», που κυκλοφόρησε το 1977 και βρίσκεται ακόμη στα βιβλιοπωλεία. Στο βιβλίο αυτό ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ επιχειρεί να αναλύσει τον ζώντα ελληνικό πολιτισμό σε αντιπαράθεση προς τον αστικό και ορθολογικό πολιτισμό της Δύσης. Φθάνοντας στην Ελλάδα ο ίδιος, –διευθυντής τότε του «Διεθνούς Πολιτιστικού Κέντρου» της Βιέννης με σπουδές Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, αλλά και ιερέας του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος–, άρχισε να μελετά την ελληνική πραγματικότητα για να διαμορφώσει μια πολιτισμική και ιστορική εικόνα ολότελα διαφορετική από κείνη που του είχαν μεταδώσει οι σπουδές του.
Εντυπωσιάζεται με τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες δεν παραδέχονται ταξικές διακρίσεις και γοητεύεται από τις ιδιορρυθμίες της ελληνικής νοοτροπίας: τον αυθορμητισμό, τη μόνιμη τάση προς το στιγμιαίο, την περιφρόνηση και απόρριψη κάθε οργανωμένης καταπίεσης, την έλλειψη κάθε συστήματος, δηλαδή μ’ αυτό που, με κάποια περιφρόνηση, ονομάζεται «Ρωμηοσύνη». Τον συγκλονίζει η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα δεν λειτουργεί κανένα σύστημα, όχι γιατί ο Έλληνας είναι υποανάπτυκτος όπως διατείνονται οι Ευρωπαίοι, αλλά γιατί ο Έλληνας αφήνει πάντα περιθώρια για το απρόβλεπτο και αποδέχεται το ανορθολογικό. Διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η «ελληνική ανθρωπιά» δεν είναι ηθική στάση επιβεβλημένη από κυριαρχικές μορφές, αλλά μια αναρχική διακύμανση ανάμεσα στα ατομικά και στα κοινωνικά συμφέροντα. Αποκτά πλέον τη βεβαιότητα ότι στην Ελλάδα βρήκε την παρουσία του αυτόνομου υποκειμένου, το οποίο στη Δύση δεν είναι εφικτό, παρά μόνο σαν αντικείμενο. Θέλει με το βιβλίο του να βοηθήσει τους Έλληνες να δουν τον, εξιδανικευμένο γι’ αυτούς, ευρωπαϊκό πολιτισμό με πιο κριτικό μάτι και εύχεται να γλυτώσουν οι Έλληνες από τον εξευρωπαϊσμό, που τόσο επιθυμούν.
Ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ που είχε γεννηθεί το 1931 στο Γκρατς της Αυστρίας πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα δήλωνε, κατά την δική του έκφραση, «πολιτισμικός πρόσφυγας».

Η κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού

Ονομάζουμε κρίση ταυτότητας τις αμφιβολίες, τα διλήμματα, τη σύγχυση και την ασάφεια νοημάτων και αξιών που ενίοτε συναντώνται στους φορείς ενός έθνους ή ενός πολιτισμού. Είναι ακόμη κρίση ταυτότητας η απώλεια ή η αναζήτηση προσανατολισμών και εθνικών κατευθύνσεων, όπως και η απομάκρυνση του ατόμου από την πολιτισμική πραγματικότητα που το στηρίζει και το καθορίζει. Με άλλα λόγια, η κρίση ταυτότητας είναι μια κατάσταση λήθης, απώλειας και αμφιβολίας, όπου αξίες που θεωρούνται θεμελιώδεις εξασθενούν και αμφισβητούνται, ώστε η κοινωνία και το άτομο να αντιμετωπίζουν ένα κενό.Ακόμη, η κρίση ταυτότητας μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα της έντονης και αλλοτριωτικής επίδρασης ενός έθνους η ενός πολιτισμού πάνω σε άλλα έθνη η πολιτισμούς. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού καταλήγει σε κρίση ταυτότητας, και κατά κανόνα αυτό συμβαίνει με διάφορες μορφές. Κρίση ταυτότητας για πολλούς λαούς συνεπάγονται, λοιπόν, η διαχρονική παγκόσμια τάση προς εξομοίωση προς τις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες και η επίδραση που έχει η αίγλη της δυτικοποίησης και του εκμοντερνισμού. Τάση, που επιβάλλεται από το παγκόσμιο σύστημα και την παγκόσμια εξάπλωση της Δύσης. Η αναμέτρηση του ελληνικού κόσμου προς την Ανατολή και προς τη Δύση είναι το κύριο αίτιο για τη διαχρονική κρίση ταυτότητας που ο Νέος Ελληνισμός δοκιμάζει από τη γέννησή του. Πρόκειται για φαινόμενο κατά βάση πολιτισμικό, αν θεωρήσουμε τον ελληνικό κόσμο ως τρίτο χώρο, που δεν βρίσκεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αλλά συγκροτεί ένα πολιτισμικό κόσμο διαφορετικό που βρίσκεται έξω από αυτές. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Δύση, ούτε Ανατολή, αλλά είναι αυτό που είναι. Με την Ασία έχουμε ριζικές διαφορές. Οι Έλληνες, άλλωστε, δημιούργησαν τον διαχωρισμό της Ευρώπης προς την Ασία, με θεμελιώδεις σταθμούς, την ανάδειξη του λόγου στην Ιωνία τον ΣΤ´ προ Χριστού αιώνα και την εμφάνιση του ατόμου ως προσώπου στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.Η Δυτική Ευρώπη θα χρησιμοποιήσει την αναλυτική ορθολογική μέθοδο ως κεντρικό εργαλείο μιας ανθρωποκεντρικής θεώρησης του κόσμου. Η λογική είναι το απόλυτο κριτήριο. Ο κόσμος χωρίζεται σε εμπειρικό και υπερβατικό. Ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα απόμακρο Θεό και δεν θα διστάσει να τον αγνοήσει. Η υποταγή της φύσης, η εκμετάλλευσή της και η τεχνική είναι αυτά που θα επιβάλουν νέους τρόπους βίου. Η κατάληξη είναι η ομογενοποίηση των εθνών και των πολιτισμών με την καταστροφή των πολιτισμικών και των εθνικών ταυτοτήτων. Με πρότυπα της δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες και τον δυτικό αντιπροσωπευτικό φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό ένας καθαρά υλικός πολιτισμός αναδύεται. Για πολλούς, αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους αιώνες είναι ο θρίαμβος ενός μη πνευματικού πολιτισμού, που βασίζεται στην καταστρεπτική ιδέα της αέναης τεχνοοικονομικής ανάπτυξης.Η διαφορά μας με τη Δυτική Ευρώπη είναι ουσιαστική. Στη Δύση ο άνθρωπος αποκτά μία θέση ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό, που οδηγεί σε ένα πρωτοφανή δυναμισμό και ασίγαστη ανησυχία. Είναι το αποτέλεσμα μιας ασυμβίβαστης προς τα πράγματα αντίληψης για τον κόσμο, ο οποίος νοείται ως πεδίο μάχης αντιμαχόμενων δυνάμεων. Ο δυτικός ευρωπαίος άνθρωπος στρέφεται προς τον κόσμο και ζητά τη δικαίωσή του μέσα από την εργασία και την επιστήμη, καταλήγοντας στην κυριαρχία και υποταγή του κόσμου με την τεχνική. Δημιουργείται έτσι, μία κατάσταση μόνιμης κλιμακούμενης κρίσης. Είναι μία κατάσταση χωρίς ισορροπία, όπου η κρίση υπερβαίνεται συνεχώς με μία κατάσταση μεγαλύτερης κρίσης. Ο δυτικός άνθρωπος είναι καταδικασμένος να αυτοϋπερβαίνεται συνεχώς και να βρίσκεται σε μόνιμη διαλεκτική αντίθεση προς τον κόσμο. Η Δυτική Ευρώπη χαρακτηρίζεται από την αξεπέραστη διάσταση μεταξύ Θεού και Σατανά, φύσης και τεχνικής, πίστης και πράξης, επιστήμης και ζωής, οικονομίας και κοινωνίας, λόγου και ήθους, ατόμου και κράτους. Στην ελληνική Ανατολή, όμως, δημιουργείται ένας πολιτισμός που αναδεικνύει τον άνθρωπο ως πρόσωπο σε θαυμαστή αρμονία προς τον κόσμο. Ο ανατολικός ευρωπαίος άνθρωπος στρέφεται προς τα έσω και αναπτύσσει το συναίσθημα και την εσωτερική ζωή χωρίς να κυριαρχείται από τις ανάγκες της πρακτικής ζωής.Το πρόβλημα της συνέχειας της ελληνικής παρουσίας, δηλαδή η συνέχεια της ελληνικής ιστορίας που διασχίζει τρεις συγκεκριμένες πολιτισμικές περιόδους, τροφοδοτεί τη νεοελληνική κρίση ταυτότητας. Πώς προκύπτει μέσα από τους μακρούς αιώνες του Βυζαντίου ο Νέος Ελληνισμός; και ποιά είναι η σχέση του με την ελληνική αρχαιότητα;Όμως, όπως μας επιβάλλουν οι δυτικοί ευρωπαίοι, εμείς θέλουμε να αποσιωπούμε το βυζαντινό μας άμεσο παρελθόν, τη ρωμαίικη ψυχή μας. Ο ευρωπαϊκός κλασικισμός μας έπεισε να αγνοήσουμε τους πατεράδες μας και να προσκολληθούμε στους παππούδες μας. Υποχρεωθήκαμε να βλέπουμε την κλασική αρχαιότητα με τα μάτια των κλασικιστών της Δύσης, που δεν επισκέφθηκαν ποτέ την Ελλάδα. Συνηθίσαμε έτσι, να θαυμάζουμε τον κλασικό πολιτισμό και να αγνοούμε τον μέγα πολιτισμό της χριστιανικής Ρωμανίας, τον δημιουργημένο πάνω στην ελληνική κλασική παράδοση. Για τους δυτικούς δεν είναι κατανοητές οι ελληνικές διαστάσεις του βυζαντινού λόγου, που υφίστανται παρά την υποταγή του στο χριστιανικό δόγμα. Ο ελληνικός λόγος είναι παρών στο Βυζάντιο παρά την ανάπτυξη του συναισθήματος, της μυστικής ζωής και των υπερλογικών πνευματικών στοιχείων. Πρόκειται για τον πνευματικό εξελληνισμό της χριστιανικής πίστης. Με άλλα λόγια, η ελληνική ιστορία είναι μία και αδιάσπαστη.Αρνούμενοι το Βυζάντιο, δημιουργούμε ένα πολιτισμικό χάσμα. Μόνο μέσα από την εμπειρία της ζώσας βυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης, ίσως μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ξανά την κλασική μας παράδοση, χωρίς τις, γεμάτες παρανοήσεις και αυθαιρεσίες, αντιλήψεις των δυτικών ευρωπαίων.Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας αποτελεί η αναγεννητική διάθεση που εμφανίζεται ως περισυλλογή, ανάμνηση και διακαής επιθυμία επιστροφής. Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ακολούθησε η θαυμαστή αναγέννηση του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Οι Έλληνες, παρά την πολιτική υποταγή τους, οργανώνονται συλλογικά και διαπρέπουν και πάλι στο εμπόριο και στην οικονομία. Οι κοινότητες των Ρωμηών συνιστούν ένα καινούργιο κόσμο, πρότυπο και πηγή μίμησης για λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται με πρότυπο τη Δύση. Από το αντιλατινικό φρόνημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου, όταν απορρίφθηκε συλλήβδην κάθε ιδέα συναλλαγής με τη Δύση, θα φτάσουμε στην αίγλη και το δέος για την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Αντιστρέφονται οι πνευματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες την εποχή της τουρκικής κατάκτησης το λαϊκό φρόνημα απέρριψε κάθε ιδέα προσέγγισης προς τη Δύση. Ακόμη, μετά το 1922 ο ευρύτερος ελληνικός κόσμος της καθ' ημάς Ανατολής παύει να υπάρχει. Οι Έλληνες συγκεντρώνονται στα στενά όρια ενός εθνικού κράτους και στρέφονται προς τη Δύση. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά και πνευματικά πρωτοφανές.Στους νεώτερους χρόνους η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συμβαδίζει με την έντονη αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής. Η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συνεχίζει να υφίσταται διότι ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού ήθους και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, αντιστέκεται με πείσμα και παραμένει σχετικά άθικτος, κάτω από ποικίλες και ποικιλόμορφες μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις των μορφών και των επιφαινομένων. Η εκδήλωση αντιστασιακής διάθεσης προς κάθε επιβολή είναι ένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υποβαθμίζονται και περιθωριοποιούνται σταθερά οι πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες με την κυριαρχία και την επιβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επικρατούν σήμερα απόψεις μηδενιστικές και αντιλήψεις που ξεκινούν από περιβάλλοντα ξένα προς τα βιώματά μας.Με την κρίση ταυτότητας της Ελλάδας πρέπει να έχουν σχέση και οι πολλές ιστορικές αποτυχίες των Ελλήνων και ιδίως οι ιστορικές αποτυχίες που γνωρίζει το νεοελληνικό κράτος στη σύντομη παρουσία του με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ανάλογη σχέση μπορούμε να ανιχνεύσουμε στην κατάσταση των μόνιμων διχασμών που χαρακτηρίζουν την ιστορική πορεία των Ελλήνων τους τελευταίους αιώνες.Πέραν τούτων, όμως, η κρίση ταυτότητας της Ελλάδας έχει μεγάλη και γενικότερη σημασία, γιατί εμποδίζει την ανάδειξη του πολιτισμού τον οποίο εγκυμονεί ο Νέος Ελληνισμός, από την εποχή μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως αυτός αναδύεται από την πτώση της Ρωμανίας και μέσα από τις κοινότητες της Τουρκοκρατίας: ενός πολιτισμού με πνευματική συγκρότηση και δημιουργική δυναμική που θα συνδυάσει την κλασική παράδοση με το συναίσθημα, την εσωτερικότητα και το βάθος του Βυζαντίου.Από πολλές πλευρές έρχονται μηνύματα που δείχνουν ότι η διαχρονική μας κρίση ταυτότητας, που κορυφώθηκε πρόσφατα, εισήλθε σε κρίσιμη φάση. Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα η χώρα, όπου αυτό που περιλαμβάνει η έννοια του "παραδοσιακού" είναι καθοριστικό στους καθόλου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το "παραδοσιακό" εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό, όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα, υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μία ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα. Η αντινομία της πολιτισμικής αυτής πραγματικότητας προς τους στόχους και τις κατευθύνσεις που επιβάλλονται αποτελεί μια από τις κύριες εκδηλώσεις της ελληνικής κρίσης ταυτότητας. Είναι γι’ αυτό ανάγκη κατεπείγουσα να πιστοποιήσουμε εκ νέου τώρα αυτά τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις εμπειρίες του ζώντος ελληνικού πολιτισμού, αυτά που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει και να μας τα υποδείξει˙ κανείς άλλος, εκτός από μας τους ίδιους.Οι Έλληνες σήμερα αποτελούν ένα ολιγάριθμο κρατικοποιημένο έθνος. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπων. Η παραγωγή πολιτισμού, που θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα ή λόγο μίμησης, είναι ελάχιστη και φαίνεται να αποδεικνύει την οριστική ενσωμάτωση των Ελλήνων στο δυτικό πολιτισμικό πρότυπο. Αυτό, άλλωστε, επιθυμούν διακαώς οι ίδιοι. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους στην περιφέρεια του τότε Ελληνισμού και η επιστροφή του κέντρου βάρους του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη στη Νότια Ελλάδα σηματοδοτούν το τέλος του.Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα βιαστικό συμπέρασμα. Κάτω από μια ειρωνική παλινωδία της ιστορίας τα πράγματα φαίνονται να ανατρέπουν την πολιτισμική αντινομία που τροφοδοτεί την κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού.Η κατάληξη της αναλυτικής ορθολογικής μεθόδου σε τεχνική, που επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία, οδήγησε σε αδιέξοδο. Στο σκηνικό του 20ου αιώνα παρακολουθήσαμε και βιώσαμε τερατώδη πολιτικά συστήματα, λυσσαλέες συγκρούσεις, αδιανόητες τεχνικές επινοήσεις, την αβυσσαλέα διαφορά του Βορρά και Νότου, την παρακμή της πραγματικότητας σε εικόνα, την υποβάθμιση του αντικειμένου σε είδωλο και τέλος την κατάρρευση του οικοσυστήματος. Ζήσαμε μέσα σε συστήματα πέρα από το μέτρο και διαπιστώσαμε το παράλογο και την απογοητευτική ποιότητα του σημερινού κόσμου. Φαίνεται ότι η κατάληξη του άκρατου ορθολογισμού είναι ένας καθολικός ανορθολογισμός.Έτσι, τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: ο πολυκερματισμός του κόσμου, το τέλος των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κρίση του δυτικού ορθολογισμού, η αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου, η διάψευση της τεχνικής και το περιβαλλοντικό πρόβλημα, οδηγούν σε συνολική αναθεώρηση του ζητήματος του πολιτισμού. Για πρώτη φορά μετά τον 15ο αιώνα φαίνεται να αίρεται η πολιτισμική κυριαρχία της Δύσης και να μεταβάλλονται οι όροι που οδήγησαν στην κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού. Διαψεύδονται οι υποσχέσεις του Διαφωτισμού. Η μεταφυσική σκέψη και ο μύθος επιστρέφουν από την εξορία που επέβαλε ο μοντερνισμός. Σε μια τέτοια εποχή μορφές επιστροφής στους ελληνικούς αιώνες ίσως αποδειχθούν και πάλι αναγκαίες.