Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Το τέλος του αρχαίου κόσμου και η αποδημία των φιλοσόφων.


Η συμβατική χρονολογία του τέλους του αρχαίου κόσμου είναι το έτος 529, όταν ο Ιουστινιανός υποχρέωσε τη νεοπλατωνική Ακαδημία της Αθήνας να διακόψει τη λειτουργία της.  Η νεοπλατωνική Ακαδημία της Αθήνας που ιδρύθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. θεωρείται κοινώς ως συνέχεια της Ακαδημίας της Αθήνας, η οποία ιδρύθηκε το 387 π.Χ και λειτούργησε στον Κολωνό μέχρι περίπου τον πρώτο μ.Χ. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει σαφής συνέχεια της Ακαδημίας για πέντε αιώνες μέχρι την ίδρυση της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας στους πρόποδες της Ακρόπολης, αν και στο μεγάλο αυτό διάστημα η Αθήνα παρέμεινε το κέντρο της διανόησης και της μόρφωσης, στο οποίο ο πλατωνισμός συνέχιζε να διδάσκεται ως η φιλοσοφία κατ΄ εξοχήν. Το βέβαιο είναι ότι για εννέα αιώνες διατηρήθηκε στην Αθήνα μια σαφής και συνεπής πλατωνική παράδοση. Οι φιλόσοφοι που δίδασκαν στην Αθήνα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους και συνεχιστές του Πλάτωνα και μελετούσαν τους διαλόγους του. Είναι φανερό ότι η υποτιθέμενη Ακαδημία της Αθήνας δεν ήταν δυνατό να διατηρεί σταθερή μορφή για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι οι διδάσκοντες φιλόσοφοι κολακεύονταν από μια συναίσθηση συνέχειας. Παράλληλα, ο Πλατωνισμός είχε διαδοθεί και διδασκόταν σε διάφορες φιλοσοφικές κοινότητες σε όλο τον ελληνικό κόσμο.
Η διακοπή της λειτουργίας της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας[i] φαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα διοικητικών μέτρων και απαγορεύσεων που δημιούργησαν συνθήκες κάτω από τις οποίες η Ακαδημία δεν μπορούσε πια να συνεχίσει το έργο της. Η σημαντική περιουσία της Ακαδημίας[ii] φαίνεται ότι δημεύθηκε, ενώ απαγορεύθηκε η διδασκαλία του δικαίου και της φιλοσοφίας στην Αθήνα. Τα χρόνια εκείνα οι πλατωνικές σπουδές είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε ένα μόρφωμα νεοπλατωνισμού, αποκρυφισμού και ανατολικών δοξασιών με θρησκευτικό χαρακτήρα, πράγμα που βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι δύσκολα μπορούσε να γίνει ανεκτό από τις χριστιανικές αρχές[iii]. Οπωσδήποτε η βίαιη ή η μη βίαιη διακοπή της λειτουργίας της νεοπλατωνικής Ακαδημίας δεν έχει μεγάλη σημασία. Το ουσιώδες είναι η ανάδυση του νέου χριστιανικού κόσμου και η ανάγκη για θρησκευτική και ιδεολογική ομοιογένεια μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία.
Η διακοπή της λειτουργίας της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας αποτελεί το επιστέγασμα της προσπάθειας του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού για θρησκευτική ενότητα. Εκτός από τον διωγμό των εθνικών διώχθηκαν και οι γνωστικιστές και οι μανιχαϊστές, οπαδοί του δυϊσμού, της ιδεολογίας του περσικού εχθρού, τους οποίους μάλιστα η Σασσανιδική Περσία ήταν πρόθυμη να υποδεχθεί ως πρόσφυγες.
Παρά τη διακοπή της λειτουργίας της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας φαίνεται ότι οι αντίστοιχες φιλοσοφικές σχολές σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέχισαν να λειτουργούν για αρκετές δεκαετίες. Η φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας την οποία διηύθυνε ο εθνικός φιλόσοφος Ολυμπιόδωρος και η οποία ήταν αφοσιωμένη στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, δεν θίχθηκε, όπως δεν θίχθηκαν  και οι σχολές φιλολογίας στη Γάζα και νομικής στη Βηρυτό.
Εκείνο που είναι γνωστό είναι η μοίρα του τελευταίου σχολάρχη της νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας Δαμάσκιου και των άλλων φιλοσόφων που δίδασκαν εκεί. Οι πληροφορίες που έχουμε οφείλονται στον ιστοριογράφο Αγαθία τον Σχολαστικό[iv].
Ο Αγαθίας επαινεί το σώμα των φιλοσόφων δασκάλων της Ακαδημίας, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «άκρον άωτον»[v] της διανόησης της εποχής τους. Εκτός από τον Δαμάσκιο από τη Συρία, ηγέτη και σχολάρχη της νεοπλατωνικής Σχολής, οι υπόλοιποι έξη φιλόσοφοι ήταν οι: Σιμπλίκιος από την Κιλικία, σχολιαστής του Αριστοτέλη, Ευλάμπιος από τη Φρυγία, Πρισκιανός από τη Λυδία, που συνέγραψε αργότερα ένα φιλοσοφικό εγχειρίδιο για τον βασιλέα Χοσρόη, Ερμείας, Διογένης από τη Φοινίκη και Ισίδωρος από τη Γάζα. Αν εξαιρέσουμε τον Δαμάσκιο, τον Πρισκιανό και τον Σιμπλίκιο, λίγα είναι γνωστά για τους υπόλοιπους φιλοσόφους και δεν έχουν διασωθεί γραπτά τους.
Ο Αγαθίας διηγείται πως οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας είχαν εξιδανικεύσει τον διάδοχο του περσικού θρόνου Χοσρόη[vi], για τον οποίο κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή φήμες που τον ανέβαζαν σε πρότυπο αρετής και σοφίας. Οι κύκλοι της Ακαδημίας σχημάτισαν την εικόνα ενός ιδανικού κόσμου στην αυλή της Περσίας στην Κτησιφώντα, όπου είχε πραγματοποιηθεί το πλατωνικό ιδεώδες του φιλοσόφου βασιλέα και όπου θα μπορούσαν να βρουν ένα περιβάλλον ιδανικό για φιλοσόφους. Η εξιδανίκευση της ζωροαστρικής Περσίας εξηγείται από την παλιά αντίληψη ότι το πνεύμα του Ζωροάστρη αναδυόταν μέσα στην πλατωνική σοφία. Οι πλατωνιστές εκτιμούσαν τον Ζωροάστρη ως έναν από τους μεγαλύτερους φωτοδότες του κόσμου. Άλλωστε η ζωροαστρική επανάσταση, ως απελευθέρωση της θρησκευτικής σκέψης από την ύλη προς την κατεύθυνση μιας ανώτερης ηθικής και μιας υψηλής σοφίας, συγκίνησε τους στοχαστές από την αρχαιότητα μέχρι τον Φρειδερίκο Νίτσε. Επίσης η ζωροαστρική Περσία εθεωρείτο ανέκαθεν ως η πηγή της Χαλδαϊκής Μαγείας και της Αστρολογίας, ανορθολογικές δοξασίες οι οποίες γοήτευαν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Την ίδια εποχή, η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε πόλεμο με την Σασσανιδική Περσία, πράγμα που δεν εμπόδισε τους φιλοσόφους της Ακαδημίας να επιχειρήσουν αποδημία στην περσική αυλή. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι η αυτοκρατορική διοίκηση συμπεριφέρθηκε με επιείκεια προς τους φιλοσόφους, τους έδωσε τα μέσα και τους επέτρεψε να καταφύγουν στην Κτησιφώντα, παρά τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος, αφού το επεισόδιο αυτό αποτελούσε πρόκληση για τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Η αποδημία των φιλοσόφων φαίνεται να έγινε μετά το 529, αφού ο Χοσρόης, στον οποίο προσωπικά κατέφυγαν, ανέβηκε στον περσικό θρόνο το 531. Δεν είναι επίσης κατανοητό πώς η ομάδα των φιλοσόφων πραγματοποίησε το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι προς την Περσία, περνώντας μάλιστα από το μέτωπο των εμπολέμων.
Ωστόσο, τα όνειρα και οι επιθυμίες των φιλοσόφων διαψεύσθηκαν οικτρά αμέσως μετά την άφιξή τους στην περσική αυλή της Κτησιφώντος, όπου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν όπως επιθυμούσαν. Πρώτα-πρώτα, παρά την ευνοϊκή υποδοχή τους από τον Χοσρόη και τη γενναιοδωρία του, διαπίστωσαν ότι οι κορυφαίοι Πέρσες ήταν αλαζόνες και ανυπόφορα υπερφίαλοι. Αντί να συναντήσουν το ιδεατό περιβάλλον που με τη φαντασία τους είχαν κατασκευάσει, βρέθηκαν μέσα σε έναν κόσμο ανηθικότητας, βουλιμίας, αποθηρίωσης, ωμότητας, απανθρωπιάς και καταπίεσης, δηλαδή με άλλα λόγια σε έναν κόσμο βάρβαρο. Πολύ γρήγορα και η τελευταία τους ελπίδα διαψεύσθηκε, αφού μιλώντας με τον ίδιο τον Χοσρόη ανακάλυψαν ένα αμαθές άτομο που καυχιόταν ότι φιλοσοφούσε, χωρίς να κατέχει τις βασικές πνευματικές και ηθικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Ο Αγαθίας, μάλιστα, φροντίζει να περιγράψει με λεπτομέρειες το ποιόν του Χοσρόη διηγούμενος πώς ο βασιλιάς υπέκυψε στη γοητεία του Ουράνιου, ενός τυχάρπαστου τυχοδιώκτη, απατεώνα από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος πρόβαλλε και αυτός ως φιλόσοφος. «Αποφεύγουμε και απορρίπτουμε ό,τι μας ξεπερνά», παρατηρεί ο Αγαθίας[vii], σχολιάζοντας την προτίμηση του Χοσρόη προς τον Ουράνιο, παρά το ότι γνώρισε τους πολύ ανώτερους του Ουράνιου επτά φιλοσόφους. Φροντίζει μάλιστα να προσθέσει και τον αφορισμό του Σωκράτη από τον «Γοργία»: «ανάμεσα στους αδαείς, ο αδαής νικά τον ειδήμονα»[viii]. Μάλιστα η πεποίθηση των Ρωμαίων ότι ο Χοσρόης ήταν άτομο βαθύτατα καλλιεργημένο, ήταν κατά τον Αγαθία αποτέλεσμα των κομπασμών και της φλυαρίας του Ουράνιου, που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη γεμάτος πλούτη, θράσος και υπεροψία.
Πολύ σύντομα οι επτά φιλόσοφοι αποφάσισαν να επιστρέψουν το ταχύτερο στην Ελλάδα, παρά να κερδίσουν τα μεγάλα πλούτη που ο Χοσρόης, γοητευμένος από την αίγλη της φιλοσοφίας, τους πρόσφερε. Προτιμούσαν, όπως διηγείται ο Αγαθίας, να φτάσουν στο ρωμαϊκό έδαφος και να πεθάνουν, παρά να μείνουν έστω και λίγο ακόμη στην Περσία.
Εκείνον τον καιρό, το 532, οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες συνομολόγησαν ειρήνη, η οποία μάλιστα είχε αποκληθεί «αιώνια»[ix], αφού δεν είχε χρονικά όρια. Παραδόξως ένας από τους όρους της συνθήκης που υπογράφηκε αφορούσε τους ίδιους τους φιλόσοφους πρόσφυγες. Σύμφωνα με τον όρο αυτό τους επιτρεπόταν να γυρίσουν στον τόπο τους και να ζήσουν ελεύθερα «κατά την πατρώαν δόξαν»[x], χωρίς να αλλάξουν τις αντιλήψεις τους. Είναι πολύ πιθανό ότι ο παράδοξος, για μια συνθήκη ειρήνης, αυτός όρος τέθηκε από τον ίδιο τον Χοσρόη. Ο Αγαθίας μάλιστα αναφέρει ότι ο Χοσρόης εξάρτησε την έναρξη και την εφαρμογή της εκεχειρίας από την εφαρμογή αυτού του όρου[xi]. Είναι φανερό ότι η εικόνα που μας παραδίδει ο Αγαθίας αποσιωπά την γενναιοφροσύνη και το μεγαλείο του Χοσρόη του Α’, του οποίου η βασιλεία είναι ένδοξη και σύμφωνη με τη ζωροαστρική πρόθεση της μεταμόρφωσης του κόσμου μέσω μιας βασιλικής ηθικής. Χαρακτηριστική είναι η σχολή του Σαπούρ, λαμπρό πνευματικό κέντρο της εποχής εκείνης, όπου μεταφράστηκαν στα πεχλεβικά ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
Ο Αγαθίας αφηγείται το ταξίδι της επιστροφής των φιλοσόφων στα ρωμαϊκά εδάφη. Ο Σιμπλίκιος δίδαξε κατόπιν στη σχολή της Αλεξάνδρειας, ενώ οι υπόλοιποι, έχει υποστηριχθεί ότι κατέληξαν ως δάσκαλοι στις Κάρρες[xii] της Μεσοποταμίας. Στην πόλη αυτή επιβίωνε μια ισχυρή παγανιστική κοινότητα με σημαντική επιρροή, τέτοια που η πόλη εθεωρείτο σαν ένα παγανιστικό προπύργιο. Άλλωστε, αριθμός παγανιστικών κέντρων εξακολουθούσε κατά τον έκτο αιώνα να υφίσταται σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή. Όπως και να έχει το πράγμα, είναι ενδιαφέρουσα η παράδοση ότι στις Κάρρες αναπτύχθηκαν τον 6ο και τον 7ο αιώνα μΧ οι κλασικές σπουδές. Σχετικά υπάρχει και η μεταγενέστερη παράδοση ότι το αραβικό πλέον Χαρράν εξακολούθησε να αποτελεί κέντρο μάθησης, τόσο ώστε η γνωριμία της Βαγδάτης κατά τον 10 αιώνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ξεκινά από τους φιλοσόφους της Αλεξάνδρειας, που κατέληξαν στη Βαγδάτη μέσω της Χαρράν.[xiii]
Οπωσδήποτε, η συγκινητική ιστορία των φιλοσόφων μέσα σε ένα κόσμο που τους είχε ξεπεράσει επισφραγίζει το τέλος του αρχαίου κόσμου. Την ίδια χρονιά της επιστροφής των φιλοσόφων, το 532, ο Ιουστινιανός επέλεξε δύο ιδιοφυείς επιστήμονες, εκπροσώπους των ελληνικών παραδόσεων στη Μικρά Ασία και συνεχιστές των ελληνικών μαθηματικών, ως αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας. Μια νέα εποχή αρχίζει.


[i]      Μαλάλας 18.47, Alan Cameron: «The Last Days of the Academy at Athens» PCPS 195 (1969)
[ii]     Κατά τον Δαμάσκιο «η περιουσία που κατείχαν οι διάδοχου του Πλάτωνα δεν προερχόταν από κληροδότημα του ίδιου, όπως πολλοί πιστεύουν, αφού ο Πλάτων ήταν φτωχός και διέθετε μόνο τον κήπο της Ακαδημίας», «προέρχονταν από πολλούς αφοσιωμένους και ευσεβείς άνδρες, οι οποίοι  μετά τον θάνατό του κληροδοτούσαν τις περιουσίες τους στους φιλοσόφους».
[iii]     Επρόκειτο για ένα κλάδο του Νεοπλατωνισμού που έμοιαζε με θρησκεία για ειδωλολάτρες διανοούμενων. Ο Ιουλιανός είχε γοητευθεί. Glen W. Bowersock: Ο Ελληνισμός στην ύστερη αρχαιότητα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ. 34.
[iv]    Αγαθίου Σχολαστικού : Ιστορίαι, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2008.
[v]     Αγαθίας, Β’ 30.
[vi]    Βασίλευσε ως Χοσρόης Α (532-578).
[vii]    Αγαθίας, Β’ 32.
[viii]    Αγαθίας, Β’ 32, Γοργίας 459. 6.3-4.
[ix]    Η ειρήνη έληξε το 540.
[x]     Αγαθίας, Β’ 31,4.
[xi]    Αγαθίας, Β’ 31,4.
[xii]    Πόλη της Μεσοποταμίας, η Χαρράν των Μουσουλμάνων, σήμερα ένα ασήμαντο χωριό στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας.
[xiii]   O Edward Watts αναφέρει στο άρθρο του «Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century? Damascius, Simplicius, and the Return from Persia» [Greek, Roman, and Byzantine Studies 45 (2005) 285-315] τη μαρτυρία του Άραβα ιστορικού Al-Masudi κατά τον 10ο αιώνα, για την ύπαρξη μιας φιλοσοφικής σχολής στη Χαρράν, η οποία μάλιστα έφθασε εκεί από την Αθήνα περνώντας από την Περσία. Στο ίδιο κλίμα ο M.Tardieu στο άρθρο του «Sabiens coraniques etsabiensde Haran», Journal asiatique 274 (1986), παραθέτει τη διήγηση του Al-Masudi για την επίσκεψή του σε κάποιο παλαιό κτήριο της Χαρράν, το οποίο διέθετε μια μεγάλη αίθουσα όπου κατά την τοπική παράδοση δίδασκαν φιλόσοφοι. Πάνω από την είσοδο της αίθουσας αυτής υπήρχε κατά τον Al-Masudi η συριακή επιγραφή  «αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του θα προσεγγίσει τον Θεό» η οποία αντιστοιχεί στο συμπέρασμα της συζήτησης του Σωκράτη με την Αλκιβιάδη από το διάλογο του Πλάτωνα «Αλκιβιάδης Μείζων» (133c), πράγμα που οι παρόντες Άραβες λόγιοι το επιβεβαίωσαν (Bowersock σ.81). Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο διάλογος «Αλκιβιάδης Μείζων» ήταν εξαιρετικά αγαπητός και χρησίμευε ως διδακτικό ανάγνωσμα για τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Η ανέγερση της Αγίας Σοφίας και η συνέχεια του Ελληνισμού.



Η Αγία Σοφία, η «μεγάλη εκκλησία» της Κωνσταντινούπολης στέκεται στην κορυφή του πρώτου λόφου της Πόλης και κοντά στο άκρο της ιστορικής χερσονήσου που περιβάλλεται από την Προποντίδα, τον Βόσπορο και τον Κεράτιο. Η Αγία Σοφία κτίσθηκε μεταξύ των ετών 532 και 537 και αποτελούσε οργανικό τμήμα του συγκροτήματος του παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το κτίσμα που γνωρίζουμε σήμερα είναι το τρίτο κατά ιστορική σειρά και κτίσθηκε για να αναπληρώσει την κατεστραμμένη κατά τη Στάση του Νίκα προηγούμενη Αγία Σοφία. 

H ανέγερση της Αγίας Σοφίας έγινε μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες, χρονικό διάστημα το οποίο φαίνεται απίστευτο δεδομένης της κλίμακας και της πολυπλοκότητας του μνημείου[i]. Το ίδιο απίστευτο και μοναδικό είναι το γεγονός ότι ο Ανθέμιος παρουσίασε πρωτόλεια της κατασκευής (ινδάλματα, κάτι σαν τις σημερινές μακέτες), λίγες μόλις μέρες μετά την καταστολή της Στάσης του Νίκα και την καταστροφή της προηγούμενης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας[ii]. Αλλά και απ΄ όλες τις απόψεις η Αγία Σοφία θεωρήθηκε, και είναι, κάτι «το μοναδικό στον κόσμο» (singulariter in mundo)[iii]

Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά, αλλά και τα πιο ιδιόρρυθμα κτήρια στην ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αποτελεί συνδυασμό της βασιλικής με τον περίκεντρο ναό με τρούλλο. Με τους μεγαλειώδεις χώρους και τον τρούλλο της Αγίας Σοφίας πραγματοποιείται η επιθυμία του βυζαντινού λαού για ένα ναό ικανό να «χωρέσει το Αχώρητον». Η Αγία Σοφία δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως «επίγειος ουρανός».
Η πραγματικότητα όμως και οι σημασίες που μεταφέρονται μέσω της Αγίας Σοφίας υπερβαίνουν τους ορισμούς. Η Αγία Σοφία πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο ως ύψι­στο δημιούργημα του ενιαίου Ελληνισμού μέσα στην συνέχεια και τη συνέπεια της ιστορίας του.
Η Αγία Σοφία μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως καθρέπτης της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνδέεται με την συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει τη διϊστορική  εικόνα του μνημείου στη συλλογική μας συνείδηση. Γιατί εκείνο που βρίσκεται βαθιά μέσα στα πράγματα, αυτό συνεχίζει να αναδύεται, να επιμένει  και να παραμένει παρόν στην Αγία Σοφία. Υποστηρίζουμε ότι οι διαχρονικές αξίες και οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν το μνημείο αυτό μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας. Κάτω από τις συγκυρίες και τις συμπεριφορές υπάρχουν αρχές και αρχέτυπα που επιμένουν, εμφανίζονται και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις πραγματικότητες.
Κατ΄ αρχήν είναι παντού παρούσα στην Αγία Σοφία η θεμελιώδης γνωσιολογική αντίληψη των Ελλήνων για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της θέασης. Το πνεύμα χρειάζεται να δει για να κατανοήσει[iv]. Ο επισκέπτης της Αγίας Σοφίας βλέπει. Σ’ αυτό βοηθά το πολυσυζητημένο φως που χαρακτηρίζει το εσωτερικό του κτηρίου[v]. Αλλά και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του όλου έργου, μας δίδει την αίσθηση της αντιδιαστολής προς την Ασία και τη Δυτική Ευρώπη. Όπως και η ποιότητα της επιστήμης που το δημιούργησε, μαζί με τη μορφή της αισθητικής που το σφραγίζει, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις. Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέ­σουμε την απόρριψη της χρησιμοθηρικής επιστήμης, που διακηρύττουν οι δύο ιδιο­φυείς δημιουργοί του έργου, όπως και την αποφασιστική τους στάση απέναντι στην απαίτηση της λογικής να περιορίσει και να καθορίσει τον κόσμο[vi]

Την ανέγερση της Αγίας Σοφίας ανέθεσε ο Ιουστινιανός σε δύο ιδιοφυείς επιστήμονες, εκπρόσωπους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί υποστηρικτές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων.
Οι προσωπικότητες των δύο δημιουργών της Αγίας Σοφίας γεννούν σήμερα ερωτήματα. Αμφότεροι, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν γνωστοί ως δόκιμοι αρχιτέκτονες όταν ο Ιουστινιανός τους ανέθεσε την ανέγερση της Αγίας Σοφίας και ούτε είχαν πραγματοποιήσει άλλα οικοδομικά έργα[vii].
Επρόκειτο μάλλον για θεωρητικούς επιστήμονες, οι οποίοι έθεταν την επιστήμη τους σε εμπειρική απόδειξη και εφαρμογή και οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «μηχανικοί» η ως «μηχανοποιοί»[viii]. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τους λίγους επιστήμονες, τους οποίους απασχολούσε εκείνη την εποχή η θεωρία της Μηχανικής.

Ο Ανθέμιος, από τις Τράλλεις της Λυδίας, είχε την κύρια ευθύνη της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας, εκτός από την αρχιτεκτονική του μνημείου ήταν υπεύθυνος για την όλη οργάνωση των εργασιών και την οικονομική διαχείριση. Ο Ανθέμιος προήρχετο από προικισμένη οικογένεια διανοουμένων και ήταν γνωστός ως μαθηματικός και μελετητής της φυσικής επιστήμης. Εκείνο που τον απασχολούσε φαίνεται ότι ήταν η θεωρία και η κατασκευή μηχανών σε κάποια μορφή μιμητική των λειτουργιών του φυσικού κόσμου[ix]. Ήταν θεωρητικός επιστήμονας και αρέσκονταν να κατασκευάζει πρωτότυπα  μηχανήματα χωρίς φανερή πρακτική αξία. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της πραγματείας του: «Περί παραδόξων μηχανημάτων»[x], όπου μεταξύ άλλων συζητείται και η σχεδίαση της έλλειψης. Ασχολήθηκε με την παραγωγή ενός τεχνητού σεισμού, με τη χρήση της δύναμης του ατμού, όπως και με την κατασκευή ενός μεγάλου κατόπτρου[xi]. Αναφέρεται ακόμη ως ζωγράφος και γλύπτης. Συνέγραψε θεωρητικά κείμενα, μεταξύ των οποίων τη συνέχεια της πραγματείας του Αρχιμήδη για τα σφαιρικά κάτοπτρα μετά από ανάλυση της θεωρίας των κωνικών τομών[xii]. O Παύλος Σιλεντιάριος τον χαρακτήρισε ως «πολυμήχανο»[xiii].

Ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, ήταν αυθεντία στην Ευκλείδεια Γεωμετρία. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος γεωμέτρης της ύστερης αρχαιότητας. Φαίνεται ότι ο Ισίδωρος είχε διδάξει στα Πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης και ότι είχε σχέσεις με την Πλατωνική Ακαδημία, πριν το κλείσιμό της απ' τον Ιουστινιανό[xiv]. Ένα γνωστό σύγγραμμά του αφορούσε σχόλιο σε πραγματεία του Ιέρωνα της Αλεξάνδρειας. Είχε επίσης εκδόσει τα έργα του Αρχιμήδη.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας μας συνδέει λοιπόν, κατά κάποιους τρόπους, με τον αρχαίο κόσμο και τις κλασσικές αντιλήψεις. Αυτό είναι εμφανές στην αίσθηση του μέτρου που αποπνέει όλο το οικοδόμημα και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του.

Παρά το ότι αμφότεροι οι υπεύθυνοι για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας δεν είχαν κατασκευαστικές εμπειρίες, ωστόσο, στην πράξη υπερέβησαν και τις προσδοκίες, και τα καθιερωμένα: Έθεσαν μεγάλους και υψηλούς στόχους και επινόησαν εκπληκτικές κατασκευές. Αυτό που κατασκεύασαν εξάντλησε όλα τα περιθώρια και υπερέβη όλους τους συντελεστές ασφαλείας. Για πολλούς, είναι ανεξήγητο πώς το κτίσμα στάθηκε και πώς ακόμη στέκεται, μετά από τριάντα σεισμούς και δεκαπέντε αιώνες. Οι έμπειροι πρωτομάστορες και οι βοηθοί τους θα πρέπει να έμειναν κατάπληκτοι από τα τολμηρά πειράματα των δύο νεοφώτιστων αρχιτεκτόνων[xv]. Όλοι, όμως, συγκλονίστηκαν όταν η Αγία Σοφία παραδόθηκε στο κοινό. Ο συγκλονισμός αυτός συνεχίζει αδιάπτωτα να γεννιέται με την ίδια ένταση και στους σημερινούς επισκέπτες. Είχε δημιουργηθεί κάτι, που όχι μόνο δεν μπορούσε να εξηγηθεί τεχνικά, αλλά ήταν και αισθητικά απίστευτο: Από τον απέραντο εσωτερικό χώρο και την μυθική χρωματική εντύπωση μέχρι τον αιωρούμενο (μετεωριζόμενο κατά τον Προκόπιο[xvi]) τρούλλο[xvii]. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη με κοσμοϊστορικές σημασίες, ανεξάρτητη από εξελικτικές διαδικασίες. Πρόκειται για κορυφαία δημιουργία που αναδύεται αιφνιδίως, χωρίς την προετοιμασία που συνήθως μετά από μακροχρόνιο διάστημα καταλήγει σε κορύφωση. Δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία που θα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την εξελικτική προετοιμασία και πορεία προς την Αγία Σοφία[xviii].

Τεράστια μέσα[xix] και πολύτιμα υλικά διέθεσε ο Ιουστινιανός για την ανέγερση της Μεγάλης Εκκλησίας[xx]. Ο πλούτος και οι κυματισμοί των υλικών δίδουν στο φως ένα απόκοσμο χαρακτήρα[xxi]. Ο ναός φωτίζεται από εκατό παράθυρα. Αλλά ας αφήσουμε τον Προκόπιο να περιγράψει την εντύπωση που προκάλεσε το φως της Αγίας Σοφίας: «Ο χώρος δεν φωταγωγείται από έξω από τον ήλιο, αλλά λάμπει και ακτινοβολεί με φως που η πηγή του βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού»[xxii]. Το φως αντανακλάται και ιριδίζει στις μαρμάρινες πολύτιμες επιφάνειες και μια φαντασιακή ομίχλη διαχέεται και εξαπλώνεται στο χώρο. Το φως καταλάμπει μέσα από τους ψηφιδωτούς σταυρούς στους χρυσούς ουρανούς και πάνω στα βαθιά χρώματα των ψηφιδωτών διακοσμήσεων και δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ουράνιας πραγματικότητας που θεία χάρη προσφέρει στους επισκέπτες.

Όπως και να περιγραφούν οι εντυπώσεις που δημιουργούνται, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για χώρους σαφείς και ορισμένους, πλην υπερβατικούς. Χώρους, όπου συνυπάρχουν το μυστηριώδες με το καθορισμένο και το επέκεινα με το εδώ. Αλλά στην Αγία Σοφία δεν έχουμε τη συντριπτική κυριαρχία που θέλουν να υποβάλλουν τα ανατολικά ιερά, ούτε την επιτακτική απαίτηση της ανάτασης που επιβάλλουν οι γοτθικοί ναοί της Δύσης. Εδώ υπάρχει, πάντα και παντού, μια αίσθηση ενανθρώπισης, ισορροπίας και μέτρου, η οποία είναι η συνέχεια και η αποκορύφωση του κλασσικού ελληνικού ανθρωπισμού. Κατά τον Προκόπιο το κτήριο χαρακτηρίζεται «τη αρμονία του μέτρου»[xxiii].

Όπως και να ερμηνεύσουμε το έργο των δύο ιδιόρρυθμων και αυτοδίδακτων αρχιτεκτόνων, εκείνα που σήμερα φαίνονται σημαντικά, εκτός από την υψηλή αισθητική του έργου, είναι η ποιότητα και το ηθικό επίπεδο της επιστήμης τους, αλλά και ο χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε.

Είναι λοιπόν οι δημιουργοί του έργου θεωρητικοί επιστήμονες, οι οποίοι κατά την πάγια ελληνική αντίληψη δεν θέτουν την επιστήμη τους σε χρησιμοθηρικά πλαίσια. Πρόκειται για καθαρή επιστήμη η οποία βρίσκεται έξω από τις ανάγκες και η οποία δεν είναι δυνατόν να υπηρετήσει σκοπιμότητες. Αυτό εμείς σήμερα δύσκολα μπορούμε να το καταλάβουμε, αφού έχουμε την εμπειρία της χρησιμοθηρικής και εργαλειακής επιστήμης, η οποία μας απειλεί όλους, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Αλλά και την πικρή εμπειρία μιας επιστήμης η οποία επινοεί τα μέσα της καθολικής καταστροφής. Μια τέτοια επιστήμη εξυπηρετεί σκοπιμότητες οι οποίες αποβλέπουν στην υποταγή της φύσης και στην εξυπηρέτηση βλάσφημων σκοπών, όπως είναι η παγκόσμια κυριαρχία. Για την Ορθοδοξία οι σκοπιμότητες αυτές δεν είναι παρά αποτελέσματα μιας πτώσης. Αυτό είναι επίσης αδιανόητο και για τις ελληνικές αντιλήψεις, πρόκειται για την ύβρη που υπερβαίνει κάθε μέτρο και αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική και θεία τάξη. Άλλωστε, πάγια είναι η ελληνική αντίληψη που σαφώς διατυπώνει ο Πλάτων: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»[xxiv].

Όμως και η υψηλή τέχνη με την οποία πραγματοποιήθηκε το έργο της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας δεν είναι σήμερα κατανοητή ως αποτέλεσμα που προέρχεται από επιστήμονες με θεωρητική κατάρτιση. Μας είναι σήμερα αδιανόητη η απουσία των στεγανών που περιορίζουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες και επιβάλλουν ανθρώπινες συμπεριφορές περιορισμένες σε στενά πλαίσια, στεγνές από ουσιαστικές ποιότητες. Στεγανά τα οποία εμποδίζουν την τέχνη από το να είναι λαϊκή, αυθόρμητη και αυθεντική. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η τέχνη αποτελεί δραστηριότητα που μάλλον εξυπηρετεί σκοπιμότητες, παρά αυτό που παλαιότερα είχε χαρακτηρισθεί ως «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό»[xxv].



[i]    Έπρεπε να καθαρισθεί ο χώρος, να απαλλοτριωθούν ιδιοκτησίες, να συλλεγούν τα σπάνια και πολύτιμα οικοδομικά υλικά απ’  όλη την Αυτοκρατορία, να ετοιμαστούν τα σχέδια και οι μελέτες , αλλά και μετά την έναρξη των εργασιών να επιλυθούν περίπλοκα προβλήματα, όπως  η προσαρμογή του τρούλλου στις μεγάλες αψίδες. Ενδεικτικό των δυσχερειών είναι οι αλλαγές και οι προσαρμογές που συνεχώς γινόταν πάνω στα αποφασισμένα σχέδια και στις υπό εκτέλεση κατασκευές. Όπως η εκκλησία ανυψωνόταν, οι αλλαγές και οι νέες μορφές των κατασκευών έδιναν νέα όψη σε ολόκληρο το έργο. Παρόμοια κατάσταση θα χαρακτηρίζει και τις ανεγέρσεις των γοτθικών εκκλησιών της Κεντρικής Ευρώπης μερικούς αιώνες μετά. Εκεί όμως θα χρειασθούν για τη συμπλήρωσή τους πολλές δεκαετίες. 
[ii]    Προκοπίου Καισαρέως : Περί κτισμάτων. Λόγος Α,20.
[iii]   The Chronicle of Marcellinus, trans and commentary by B. Croke, Sydney 1995, p.47
[iv]           Χαρακτηριστικός και διδακτικός είναι ο μύθος του σπηλαίου από την Πολιτεία  του Πλάτωνα.
[v]   Αν και σήμερα ο φωτισμός της Αγίας Σοφίας από τον έξω χώρο έχει μειωθεί, αφού έχουν καταργηθεί παράθυρα και οι στηρίξεις και τα αντερείσματα εμποδίζουν το φως προς τα παράθυρα.
[vi] Σύμφωνα με την πάγια αποφατική στάση των Ελλήνων.
[vii] Krautheimer R. : Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 255.
[viii]         W. Eugene Kleinbauer : Saint Sophia at Constantinople, William L. Bauhan Publisher, Dublin, New Hampshire 1999, p.12
[ix]  Αγαθίας : Ιστορία v.6.3, Kleinbauer, p.13, G.L. Huxley: Anthemius of Tralles, A Study in Later Greek Geometry, Cambridge, Massachusetts, 1959.
[x]   Huxley, p.6.
[xi]  Το ενδιαφέρον του Ανθέμιου για τη θεωρία των κατόπτρων συνδέεται άμεσα με τον χειρισμό του φωτός στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας και με τον περίφημο σχεδιασμό του αρχικού τρούλλου της ίδιας εκκλησίας. (Ιάκωβος Ποταμιάνος: Το φως στη βυζαντινή εκκλησία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 200-214). Δεν πρόκειται βέβαια για τη θεωρία των καυστικών κατόπτρων, αλλά για το πρόβλημα του σταθερού φωτισμού ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του χρόνου.
[xii] Γενικά η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης θεωρούσε τον Ανθέμιο πρόσωπο ιδιόρρυθμο, Αγαθίας v.6.7-8.6. Υπάρχουν ανέκδοτα σχετικά με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Ανθέμιου. Κατά τον Αγαθία ο Ανθέμιος βρισκόταν σε κακές σχέσεις με τον γείτονά του, φίλο του αυτοκράτορα, ρήτορα Ζήνωνα, ο οποίος για κάποιο λόγο μήνυσε τον Ανθέμιο, που φρόντισε να πάρει εκδίκηση με τη βοήθεια της μηχανικής επιστήμης που κατείχε. Σε δωμάτιο εφαπτόμενο της κατοικίας του Ζήνωνα, ο Ανθέμιος εγκατέστησε περίκλειστους λέβητες  γεμάτους νερό, το οποίο ζέστανε μέχρι ατμοποίησης. Ο ατμός διοχετεύτηκε μέσω δερμάτινων αγωγών στα θεμέλια της κατοικίας του Ζήνωνα. Η πίεση του ατμού προκάλεσε κλυδωνισμούς στο σπίτι του Ζήνωνα, ο οποίος το εγκατέλειψε έντρομος, πιστεύοντας ότι λάμβανε χώρα ισχυρός σεισμός. Επιπροσθέτως, ο Ανθέμιος επινόησε κάποιο μηχάνημα που δημιουργούσε ενοχλητικούς θορύβους ώστε να ενοχλεί τον Ζήνωνα, όπως και κάποιο κάτοπτρο με το οποίο αντανακλώντας τις ακτίνες του ηλίου  τύφλωνε τον Ζήνωνα όταν αυτός βρισκόταν στο σπίτι του. Ο Ζήνων σύντομα διαπίστωσε τα τεχνάσματα του Ανθέμιου και τον έσυρε μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμόσοφα παρατήρησε με χαρακτηριστικό παγανιστικό συμβολισμό ότι του ήταν αδύνατο να περιορίσει ταυτόχρονα τη δύναμη του Δία να προξενεί βροντές και αυτή του Ποσειδώνα να γεννά σεισμούς.  Σε μια άλλη ιστορία ο Ανθέμιος βοηθά την απελπισμένη μητέρα νεαρού στυλίτη να τον κατεβάσει από την στύλη με τρόπο που να φαίνεται ως θεία επέμβαση και όχι ως υπαναχώρηση και παράβαση της απόφασής του να παραμείνει στη στύλη μόνιμα.
[xiii]         Paulos Silentiarius: Description S. Sophiae, ed. B.G. Niebuhr, Bonn 1837, σειρές 267-278.
[xiv]         Υπάρχουν μόνο αόριστες φιλολογικές πληροφορίες γι’  αυτό.
[xv]         Krautheimer, σ. 261.
[xvi]         Προκόπιος, Λόγος Α,51
[xvii]         Πρόκειται για τον τρούλλο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Ανθέμιος. Η καμπυλότητα του τρούλλου αυτού ήταν πολύ μικρή, πράγμα που ίσως ήταν και η αιτία της πτώσης του. Η καμπυλότητα του τρούλλου του Ανθέμιου ακολουθούσε την εξωτερική καμπυλότητα των σφαιρικών τυμπάνων, πράγμα που σήμερα δεν ισχύει, αφού ο τρούλλος που σήμερα υφίσταται έχει πολύ μεγάλη καμπυλότητα.  Το 558 μετά από σεισμούς ο τρούλλος του Ανθέμιου κατέρρευσε. Η επανακατασκευή του ανατέθηκε στον Ισίδωρο τον Νεότερο, ανιψιό του Ισιδώρου, ο οποίος, όπως και ο Ανθέμιος, είχε τότε πεθάνει. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο οποίος είχε εμπειρία και από τους δύο τρούλλους, ο αρχικός τρούλλος του Ανθέμιου συνιστούσε το κύριο και ουσιώδες στοιχείο του εσωτερικού και του εξωτερικού της Αγίας Σοφίας και γεννούσε απεριόριστο θαυμασμό, περισσότερο από αυτόν που γεννούσε ο τρούλλος που τον αντικατέστησε. Ο Αγαθίας σχολιάζει μάλιστα το ότι ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεότερου ήταν πιο καμπύλος και πιο στενός από τον αρχικό του Ανθέμιου, πράγμα που περιόριζε την ομορφιά του. (Ιστορία v.9.3.) Αλλά και ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεώτερου κατέπεσε το 989 και πάλι το 1346, ενώ αργότερα κατά τον 19ο αιώνα ενισχύθηκε κατά την ανακαίνιση που επιχείρησαν οι αδελφοί Fossati.
[xviii]        Δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τη συνηθισμένη αναφορά ότι ο Ανθέμιος σχεδίασε την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που είναι σχεδόν σύγχρονη με την Αγία Σοφία και συχνά θεωρείται ως πρωτόλειό της.
[xix]  Κατά τον Προκόπιο  «ο βασιλεύς αφροντιστήσας χρημάτων απάντων εις την οικοδομήν σπουδή ίετο, και τους τεχνίτας εκ πάσης γης ήγειρεν άπαντας».
[xx] Ιδίως η εσωτερική ορθομαρμάρωση, οι κολώνες και τα κιονόκρανα έχουν κατασκευαστεί από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρα και βρίσκονται σε περίπλοκη αρμονική διάταξη σε σχέση με το μέγεθος, τις αναλογίες και το χρώμα τους. Τα χρώματα των μαρμάρων αποκρύπτουν και εξαϋλώνουν το βάρος της πέτρας και των κεραμικών υλικών. Η πολυμορφία των υλικών είναι και σήμερα ορατή στην Αγία Σοφία. Μπορούμε μεταξύ άλλων να διακρίνουμε μαύρες πέτρες από τον Βόσπορο, πράσινο μάρμαρο από την Κάρυστο, πολυχρωματική πέτρα από την Φρυγία, πορφυρό γρανίτη με ασημένιες γραμμές από την Αίγυπτο, πράσινο ανοικτό μάρμαρο από τη Σπάρτη, μάρμαρο από την Ισαυρία με κόκκινες και λευκές φλέβες, κίτρινη πέτρα από τη Λιβύη, ποικιλίες όνυχα, όπως και το τοπικό μάρμαρο από την Προκόννησο με το οποίο είναι στρωμένο το δάπεδο του ναού.
[xxi]         Σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση που το φως της Αγίας Σοφίας προξενούσε ξεκινούσε από τον φωτισμό του αρχικού τρούλλου που σχεδίασε ο Ανθέμιος. Ο τρούλλος αυτός όπως φαίνεται είχε τη μοναδική δυνατότητα να φωτίζεται σταθερά ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του έτους.  Ο Ανθέμιος είχε επιτύχει να απαντήσει στο θεμελιώδες αίτημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής πραγματοποιώντας την εντύπωση του «άκτιστου φωτός», που πηγή του είναι η κορυφή του τρούλλου, όπου και η εικόνα του Παντοκράτορα.  Ο σχεδιασμός της εσωτερικής επιφάνειας του τρούλλου αποτελούσε στην ουσία ένα κάτοπτρο, το οποίο δημιουργούσαν οι χρυσές ψηφίδες που περιέβαλαν τον μεγάλο σταυρό που υπήρχε στο μέσον του τρούλλου. Τα δε παράθυρα στη βάση του τρούλλου είχαν φαίνεται σχεδιασθεί ως ελλειπτικά κάτοπτρα διπλής καμπυλότητας ώστε να είναι «φέγγους διαρκώς αγωγοί», (Προκόπιος: Λόγος Α, σ. 43). Το πρόβλημα του κατόπτρου που θα μπορούσε να κατευθύνει τις ακτίνες του ηλίου σε κάποιο ορισμένο σημείο ενός κτηρίου, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θέσεις του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε επιλυθεί από τον Ανθέμιο στην πραγματεία του «περί παραδόξων μηχανημάτων» (Huxley, σ.6-9). Εκεί ο Ανθέμιος είχε θέσει με σαφήνεια και προνοητικότητα το πρόβλημα:  «ζητείται η πρόσκρουση μιας ακτίνας του ηλίου προς μία ορισμένη σταθερή θέση, χωρίς ποτέ η ακτίνα να απομακρύνεται σε οποιαδήποτε ώρα ή εποχή του έτους» (Huxley, σ.6) 
[xxii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 30, 31.
[xxiii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 21. Σε πλήρη συμφωνία προς τον Πλάτωνα κατά τον οποίο «το δε καλόν ουκ άμετρον».
[xxiv]         Μενέξενος, 19.
[xxv] Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του  Immanuel Kant

Η σκιά του Νέο-οθωμανισμού πάνω από την Ελληνική Θράκη.



Οι απειλητικές διαθέσεις του τουρκικού κράτους για την Ελληνική Θράκη είναι εμφανείς από την ίδρυσή του και διατυπώνονται σαφώς στο «Εθνικό Συμβόλαιο» που διακήρυξε κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922 ο Κεμάλ Ατατούρκ. Έκτοτε από την πραγματικότητα μιας ετερογενούς και ετερόκλητης μουσουλμανικής μειονότητας, η οποία είχε γενικά αρνητικές διαθέσεις προς τον κεμαλισμό και την κοσμική Τουρκία, φθάσαμε να παραδώσουμε τους Έλληνες Μουσουλμάνους στις διαθέσεις της αναθεωρητικής και επεκτατικής Τουρκίας. Η Τουρκία πέτυχε σε μεγάλο βαθμό των εκτουρκισμό μιας μειονότητας που βρίσκεται έξω από τα σύνορά της.

Η σημερινή κατάσταση περιγράφεται από τον υπεύθυνο του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών κ. Αχμέτ Νταβούτογλου στο φλύαρο (και υπερφίαλο) βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος». Αναφέρεται εκεί το ερώτημα: «Μήπως δεν έχει συντελεστεί ακόμη η εκκαθάριση του οθωμανικού κράτους στα Βαλκάνια;» (σελ. 197 της ελληνικής μετάφρασης) και συμπληρώνεται παρακάτω ότι: «σημαντικός βραχυπρόθεσμος και μεσοπρόθεσμος στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές (sic) μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές (sic) μειονότητες των Βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρου, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου είδους νομικού πλαισίου» (σελ.200). Ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο προσπαθεί σήμερα να κατασκευάσει η Τουρκία στην Ελληνική Θράκη με την de facto εδραίωση πρακτικών και καταστάσεων. Επιδιώκεται συστηματικά η απομόνωση των Ελλήνων Μουσουλμάνων και η αποκοπή τους από την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έννομο κράτος. Επιδιώκεται η δημιουργία παράλληλων διοικητικών και νομικών πλαισίων, ώστε η μουσουλμανική μειονότητα της Ελληνικής Θράκης να υφίσταται  με τους δικούς της θεσμούς, ανεξάρτητα από τους νόμους και τις αρχές του Ελληνικού Κράτους. Η επιβολή μιας παράλληλης διοίκησης επιβάλλεται μέσω του διαβόητου Τουρκικού Προξενείου, το οποίο όχι μόνον επεμβαίνει στα ελληνικά πράγματα, αλλά και τρομοκρατεί και ασκεί βία στους μη συμμορφούμενους στις απαιτήσεις του Έλληνες Μουσουλμάνους. Εμπαθή άτομα, εκλεκτοί του Τουρκικού Προξενείου, ασκούν παράνομα διοικητικές λειτουργίες. Οργανώσεις, που τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κηρύξει παράνομες, εξακολουθούν να λειτουργούν κάτω από την ανοχή των ελληνικών αρχών. 

Το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της σημερινής Ελληνικής Θράκης συγκροτούν οι Έλληνες Μουσουλμάνοι. Ο πληθυσμός των Ελλήνων Μουσουλμάνων είναι με πολλές μορφές ετερογενής και ετερόκλητος. Η προέλευση των Ελλήνων Μουσουλμάνων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία:  πολλοί, κυρίως οι αυτόχθονες Μουσουλμάνοι Πομάκοι της ορεινής περιοχής της Ροδόπης, κατοικούν στην Ελληνική Θράκη αρκετούς αιώνες. Οι λεγόμενοι Ρομά, δηλαδή οι Τσιγγάνοι, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή τον 19ο  και τον 20ό αιώνα, ενώ, τέλος, οι λεγόμενοι Τουρκογενείς είναι απόγονοι των πρώτων κατακτητών της Θράκης τον 14ο αιώνα, όπως και των Τουρκομάνων Γιουρούκων που οι κατακτητές εγκατέστησαν στη Θράκη μετά τον 15ο αιώνα. Υπάρχουν και ορισμένοι Τουρκογενείς απόγονοι των προσφύγων του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878. Η κοινωνική συγκρότηση των Ελλήνων Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελληνικής Θράκης κατακερματίζεται σε μικροκοινωνίες ανάλογα με την καταγωγή και την ομάδα στην οποία τα μέλη τους ανήκουν. Αυτό γιατί, πέρα από τη θρησκεία, οι Τουρκογενείς, οι Ρομά και οι Πομάκοι δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ακόμη και σήμερα, μισό αιώνα μετά την αναγκαστική διδασκαλία της τουρκικής σε ολόκληρη τη μουσουλμανική μειονότητα της Ελληνικής Θράκης, οι γλωσσικές διαφορές παραμένουν μαζί με τις υπόλοιπες ουσιαστικές διαφορές. Τμήματα μάλιστα της μουσουλμανικής μειονότητας παρουσιάζουν χαρακτηριστικά γκετοποίησης, όπως οι Τσιγγάνοι στις πόλεις και οι Πομάκοι σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές. Αλλά και το σύνολο των μικροκοινωνιών που συγκροτούν τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης παραμένει αποκομμένο από το κύριο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και δεν μετέχει σε αυτή. Κύριοι λόγοι είναι η γλωσσική απομόνωση των Μουσουλμάνων που αρνούνται να χρησιμοποιήσουν την Ελληνική και η δόλια εθνικιστική προπαγάνδα, που τους γεννά αλυτρωτική νοοτροπία και τους υποχρεώνει να τρέφουν αρνητικά αισθήματα προς την κοινωνία που δεν μπορούν, αλλά κυρίως αρνούνται, να ενταχθούν.

Αλλά και οι μηχανισμοί τρομοκρατίας που ξεκινούν από το διαβόητο τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής χαλιναγωγούν τους Έλληνες Μουσουλμάνους. Στα τεμένη, κάτω από το πρόσχημα της θρησκευτικής διδασκαλίας, γίνεται εθνικιστική προπαγάνδα. Κατά τις ψηφοφορίες στις εκλογές οι ψήφοι της μειονότητας καθοδηγούνται μαζικά εκεί που το Προξενείο επιλέγει. Ορισμένοι Χριστιανοί πολιτευτές φθάνουν να είναι πρόθυμοι να συμβιβασθούν με τις απαιτήσεις του Προξενείου, αρκεί να επιδοτηθούν με κάποιες ψήφους. Δυστυχώς, ανάλογα αίσχη συμβαίνουν και κατά την επιλογή των υποψηφίων από ορισμένα πολιτικά κόμματα. Έχουμε δηλαδή εδώ όλα τα συμπτώματα μιας παθογένειας που συναντάται στις πιο κλειστές και οπισθοδρομικές κοινωνίες. Και όμως, με μία απλή πολιτική απόφαση η κατάσταση μπορεί ραγδαία να μεταβληθεί: Οι μειονοτικοί πληθυσμοί πρέπει να μάθουν Ελληνικά και να ενταχθούν στο οικονομικό σύστημα. Στο κάτω-κάτω οι υπόλοιποι ορεινοί πληθυσμοί της χώρας έχουν συγκεντρωθεί στις πόλεις, όπου και υπάρχουν οι θέσεις εργασίας. Γιατί οι ορεσίβιοι Πομάκοι θα πρέπει να παραμένουν στη φτωχή ορεινή περιοχή της Ροδόπης;  Έτσι μια μικρή σχετικά μειονότητα αφήνεται να εκτουρκισθεί. Ένα φολκλορικό πάρκο μειονοτήτων έχει δημιουργηθεί στη Θράκη και τα μέλη του είναι σα να ζουν σε ξένη χώρα. Και οι ίδιοι οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τη Θράκη ως χώρα εξωτική.

Οπωσδήποτε ακολουθώντας πρακτικές αιώνων οι μειονοτικές ομάδες της Ελληνικής Θράκης κατοικούν συνήθως σε διακριτές περιοχές κατοικίας και έχουν αυτόνομες κοινοτικές, εκπαιδευτικές και θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες μάλιστα προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις. Τα μέλη των διαφόρων εθνοτικών ομάδων της Ελληνικής Θράκης συνυπάρχουν αρμονικά στον δημόσιο χώρο, ενώ δεν έχουν συγκροτηθεί ισχυροί μηχανισμοί κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν ή είναι πρακτικά δύσκολο να διεκδικήσει ένας Έλληνας πολίτης τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται το βιοτικό επίπεδο της χώρας, χωρίς να γνωρίζει την Ελληνική και χωρίς να κατέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις για να κινηθεί παραγωγικά σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, όπως είναι σήμερα η Ελληνική. Στο όνομα ενός υποτιθέμενου δικαιώματος η Μουσουλμανική μειονότητα της Ελληνικής Θράκης καταδικάζεται συλλήβδην να στερείται της εκπαίδευσης και της μόρφωσης που δικαιούται και που το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία είναι πρόθυμοι να της παραχωρήσουν. Αυτό ακριβώς επιθυμεί και η μακροπρόθεσμη πολιτική της Άγκυρας: οι Έλληνες Μουσουλμάνοι να παραμένουν στο περιθώριο, πολίτες δεύτερης κατηγορίας που δεν μπορούν να ενσωματωθούν στην κοινωνία της πατρίδας τους, της Ελλάδας. Τους θέλει φτωχούς, αμόρφωτους και μίζερους, ώστε να μεμψιμοιρούν μόνιμα και να βυσσοδομούν κατά της Ελλάδας. Τους θέλει να περιμένουν τη λύτρωση από τη γειτονική Τουρκία, που για αυτούς γίνεται ένα όνειρο, από αυτά που καταλήγουν σε εφιάλτες.

Είναι λοιπόν παραλογισμός και έγκλημα εθνικό και ανθρωπιστικό το να υποχρεώνει το ελληνικό κράτος τους Έλληνες Πομάκους να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία, όπου δεν θα μάθουν Ελληνικά, θα διδαχθούν μια ξένη γλώσσα την Τουρκική και θα αλλοτριωθούν για να καταλήξουν αμόρφωτοι και χωρίς προσόντα πολίτες μιας χώρας που θα την θεωρούν ξένη.

Αλλά το θέμα έχει και ευρύτερες βαλκανικές διαστάσεις. Η ύπαρξη 270.000 Πομάκων στη Ροδόπη και σε άμεση συνάφεια με τα ελληνικά σύνορα και τους 36.000 Πομάκους της Ελληνικής Ροδόπης προσφέρει στην Τουρκία την ευκαιρία να δημιουργήσει μια στρατηγική μειονότητα, και να δορυφοροποιήσει τη Βουλγαρία,  αλλά και στη Βουλγαρία τον πειρασμό να χειραγωγήσει τη σλαβόφωνη πομακική μειονότητα της Ελλάδας. Οι Έλληνες πολιτικοί και ειδικά αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τους σχεδιασμούς στη Θράκη, αγνοούν, ή θέλουν να αγνοούν, την πραγματικότητα αυτή και αυταπατώνται με όνειρα ανάπτυξης της Θράκης με την ενοποίηση του χώρου της Ροδόπης και το άνοιγμα των διαβάσεων προς τη Βουλγαρία. Ήδη έχει γίνει το μεγάλο λάθος να επιτρέψουμε τη συμμετοχή της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς ρυθμίσεις σε σχέση με την μετακίνηση και πρόσβαση των πληθυσμών στη Ροδόπη. Κανείς δεν θυμάται τους λόγους που μας οδήγησαν πριν δύο γενεές στην κατασκευή της «Γραμμής Μεταξά». Καμία σκέψη δεν γίνεται για την ενδοστρεφή και αυτόνομη ανάπτυξη της Θράκης και τη θωράκισή της.

Εκείνο που αποτελεί στοιχειώδες καθήκον και υποχρέωση του Ελληνικού Κράτους είναι απλό και σαφές:  Να περιορισθεί η δραστηριότητα του Τουρκικού Προξενείου στα καθήκοντά του ή να απομακρυνθεί. Να καταργηθούν οι παράνομες αρχές που υποστηρίζονται από την Τουρκία. Να απαγορευθούν οι προπαγανδιστικές εορτές που οργανώνονται με την συμμετοχή Τούρκων επισήμων. Να τιμωρηθούν στις εκλογές από τους ψηφοφόρους οι πολιτευτές και τα πολιτικά κόμματα, τα οποία στο όνομα στενών συμφερόντων υποχωρούν και συνεργάζονται με άτομα που επιδιώκουν σκοπούς εχθρικούς προς την χώρα μας. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα πρέπει να υποχρεωθούν να αποφεύγουν συστηματικά τις συναλλαγές με μειονοτικούς υποψήφιους που έχουν σχέσεις με την Τουρκία. Να συμπεριφερθεί επιτέλους το Ελληνικό Κράτος ως υπεύθυνο κράτος που διαθέτει ισχύ, ώστε η χριστιανική πλειονότητα και οι νομοταγείς Έλληνες Μουσουλμάνοι να μην αισθάνονται ανασφαλείς και να μην αποθαρρυνθούν με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη δημογραφική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στην Ελληνική Θράκη. Εν κατακλείδι, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και το Ελληνικό Κράτος πρέπει να πάψουν τις μικρόψυχες συναλλαγές και να κατανοήσουν ότι απαιτείται ένας νέος Μακεδονικός Αγώνας.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Τι κινδυνεύουμε να χάσουμε.



Ο «Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης» (ΔΑΑ) καταρτίζεται κάθε χρόνο και χρησιμοποιείται από τον ΟΗΕ ως ένας πιο πραγματικός δείκτης μέτρησης της συνολικής ανάπτυξης κάθε κράτους, πιο πραγματικός και αντιπροσωπευτικός από τους συμβατικούς δείκτες που μετρούν την οικονομική ανάπτυξη, το ατομικό εισόδημα ή το συνολικό εισόδημα ενός κράτους. Με τον ΔΑΑ ο ΟΗΕ επιδιώκει να ορίσει ευρύτερα και αντικειμενικά την ευημερία ενός κράτους και να συμπεριλάβει όλους τους παράγοντες που καταδεικνύουν το επίπεδο ευημερίας και υγείας, μόρφωσης, όπως και το χρηματικό εισόδημα των πληθυσμών ενός συγκεκριμένου κράτους. Ο ΔΑΑ καταρτίζεται κάθε χρόνο και συνοδεύεται από την «Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης» (ΕΑΑ) που καλύπτει 169 χώρες από τις 200 περίπου που αθροίζονται στον πλανήτη. Η ΕΑΑ σκοπεύει να δώσει την πραγματική εικόνα σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο για κάθε χώρα και να προσδιορίσει τις μεγάλες διαφορές ευημερίας και δυνατοτήτων που παρατηρούνται μετα­ξύ κρατών και περιοχών.

Ειδικά για την Ελλάδα η ΕΑΑ του 2010 δείχνει ότι από το 1980 μέχρι σήμερα ο ΔΑΑ για τη χώρα μας αυξάνεται σταθερά με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,6%, τόσο ώστε από 0,707 το 1980 να φθάσει το 0,855 σήμερα, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα μας είναι 22η στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών στους οποίους εφαρμόζονται οι δείκτες. Πρώτη στην κατάταξη αυτή είναι η Νορβηγία με τέταρτες τις ΗΠΑ, 10η  τη Γερμανία, 11η την Ιαπωνία, 14η τη Γαλλία και 20ή την Ισπανία. Η χώρα μας βρίσκεται μπροστά από την Ιταλία (23η), την Αυστρία (25η), το Ηνωμένο Βασίλειο (26ο), την Κύπρο (35ο), την Πορτογαλία (40ή), τη Βουλγαρία (58η) και όλες τις χώρες της περιφέρειάς μας με 83η την Τουρκία.

Ναι, έτσι είναι, όσο και αν φαίνεται απίστευτο. Και μάλιστα ο δείκτης αυτός φέρει την Ελλάδα σε πολύ καλή θέση για πολλά χρόνια. Βέβαια, υποθέτουμε ότι δεν γίνεται καμιά μέτρηση της δημοσιονομικής κατάστασης κάθε χώρας.

Ένα σημαντικό στοιχείο στην έκθεση ΕΑΑ για το 2010 είναι η σημασία που δίνεται στη συνεχιζόμενη αδυναμία να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ η αποτυχία αυτή βάζει σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για τη βελτίωση της ζωής στις φτωχές περιοχές του πλανήτη. Αλλά και η παραγωγή και η κατανάλωση, που αναλώνουν πόρους που δεν αναπληρώνονται, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή στον αγώνα κατά της φτώχειας και της στέρησης.

Αλλά και η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 έχει κοστίσει κατά τον ΟΗΕ 34 εκατομμύρια ανέργους, ενώ 64 εκατομμύρια έχουν εκπέσει στο έσχατο επίπεδο φτώχειας με εισόδημα κάτω του 1,25 δολάρια την ημέρα.

Οπωσδήποτε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο δείκτης ΔΑΑ έχει βελτιωθεί κατά μέσο παγκόσμιο όρο 18% και μόνο τρεις χώρες: η Δημοκρατία του Κογκό, η Τσιμπάμπουε και η Ζάμπια έχουν δείκτη ΔΑΑ μικρότερο από αυτόν του 1980. Σημαντικές βελτιώσεις έχουν γίνει στην υποσαχάρια Αφρική, όμως η κλιματική αλλαγή είναι δυνατόν να τα υπονομεύσει όλα. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, μια διατροφική κρίση λόγω της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ πιθανή. Σύμφωνα με τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις, το 2050 η παγκόσμια κατανάλωση δημητριακών θα περιορισθεί κατά 25% προσθέτοντας 25 εκατομμύρια υποσιτιζόμενα παιδιά. Παρά το ότι κατά τα 20 χρόνια της εφαρμογής των μετρήσεων του δείκτη ΔΑΑ το χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχών χωρών περιορίζεται, η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να ανατρέψει αυτή την τάση με τρόπο δραματικό.

Κατά τα παρελθόντα 40 χρόνια το ¼ των υπό ανάπτυξη χωρών επέτυχε να βελτιώσει τον δείκτη ΔΑΑ σε ποσοστό περισσότερο από 65%, ενώ από τις υπόλοιπες υπό ανάπτυξη χώρες το ¼ του συνόλου βελτίωσε τον δείκτη ΔΑΑ σε ποσοστό μικρότερο του 20%. Η μεγάλη αυτή διαφορά οφείλεται βέβαια σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, αλλά παρατηρείται ότι οι πολιτικές και πολιτι­σμικές συνθήκες και επιλογές είναι σε μεγάλο βαθμό οι πρόξενοι βελτίωσης ή καθυστέρησης.