Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Επιβιώσεις από τον Ψυχρό Πόλεμο


Από καιρό σε καιρό διαβάζουμε για τις συνθήκες που υπογράφουν οι ΗΠΑ και η σημερινή Ρωσία, που αφορούν τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που η κάθε μία από τις δύο αυτές χώρες, πρωταγωνίστριες του Ψυχρού Πολέμου, εξακολουθούν να διατηρούν. Διορθώνω: όχι μόνο εξακολουθούν να διατηρούν, αλλά και συντηρούν σε κατάσταση ετοιμότητας. Με άλλα λόγια, η «ισορροπία του τρόμου» της εποχής του Ψυχρού Πολέμου εξακολουθεί να υφίσταται και μάλιστα να υφίσταται χάρη στις χιλιάδες των βαλλιστικών πυραύλων των εξοπλισμένων με πυρηνικές κεφαλές, που βρίσκονται και σήμερα παραταγμένοι και έτοιμοι για εκτόξευση, όπως και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Βέβαια, ο αριθμός των 31.255 πυρηνικών κεφαλών που οι ΗΠΑ διατηρούσαν ετοιμοπόλεμες γύρω στο 1965, ή των 40.159, πού ήταν το αντίστοιχο ρεκόρ της τότε ΕΣΣΔ γύρω στο 1985, φαντάζουν σήμερα υπερβολικοί. Αυτό γιατί σήμερα οι μεν ΗΠΑ διατηρούν περί τις 5.000, ενώ η Ρωσία, κληρονόμος της ΕΣΣΔ, διατηρεί τις 8.000.

Μη βιαστείτε να ανακουφιστείτε. Οι αριθμοί αυτοί επαρκούν και σήμερα για την ολική καταστροφή του πλανήτη. Ανεξήγητη παραμένει ακόμη η ανάγκη για τέτοια συσσώρευση καταστροφικής δύναμης και ακόμη πιο ανεξήγητη είναι η επιβίωση σήμερα μιας τέτοιας ανάγκης. Δεν μας είναι γνωστό αν τα όπλα αυτά και τα μέσα μεταφοράς τους εξακολουθούν να βελτιώνονται και να αντικαθίστανται από περισσότερο αποτελεσματικά όπλα και μέσα. Δεν γνωρίζουμε αν επιβιώνουν τα δαιμονικά πολεμικά συστήματα της ακμής του Ψυχρού Πολέμου, όπως η στρατηγική τακτική αεροπορία. «Γιατί όμως να μην επιβιώνουν;», θα ρωτούσε κανείς, αφού υπάρχουν διαθέσιμα σήμερα πολύ πιο αποτελεσματικά τεχνολογικά κατορθώματα, όπως είναι π.χ. το βομβαρδιστικό Β-2. Το απαισιόδοξο φινάλε της ταινίας του Stanley Kubrik, «Doctor Strangelove», που στοίχειωνε τις νύχτες της δεκαετίας του 1960, εξακολουθεί, λοιπόν, να είναι δυνατό, δεδομένης της πιθανότητας ανθρώπινου λάθους μέσα σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον με ελάχιστα χρονικά περιθώρια.

Η εποχή του πυρηνικού τρόμου αρχίζει με την προσπάθεια κατασκευής πυρηνικών όπλων κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η χιτλερική Γερμανία ευτυχώς εγκατέλειψε γρήγορα τη σχετική προσπάθεια, ενώ οι ΗΠΑ έκλεισαν τον Παγκόσμιο Πόλεμο με τη ρίψη της βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945. Τέσσερα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε η σοβιετική βόμβα, ενώ οι ΗΠΑ ακολούθησε με τη βόμβα υδρογόνου που στη θέση της ισχύος χιλιάδων τόνων ΤΝΤ της πρώτης βόμβας, επέτυχε εκρηκτική δύναμη εκατομμυρίων τόνων ΤΝΤ. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ο εφιαλτικός ανταγωνισμός εξοπλισμών στον οποίο επιδόθηκαν με φανατισμό αμφότεροι οι ανταγωνιστές. Οι ΗΠΑ κατασκεύασαν ένα στόλο βομβαρδιστικών τα οποία εξοπλισμένα με πυρηνικά όπλα περιπολούσαν μόνιμα στην περίμετρο του τότε σιδηρού παραπετάσματος. Σε απάντηση η ΕΣΣΔ ανέπτυξε τακτικά πυρηνικά όπλα που με βομβαρδιστικά, βαλλιστικούς πυραύλους ή με τηλεβόλα μπορούσαν να καταστρέψουν τις ΗΠΑ και είχαν θέσει την Ευρώπη σε ομηρία.

Ωστόσο, η φρενιτιώδης κούρσα εξοπλισμών έγινε εφιάλτης κατά τη δεκαετία του 1960, όταν αμφότεροι οι αντίπαλοι ανέπτυξαν διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, εξοπλισμένους με πυρηνικές κεφαλές και έτοιμους να πλήξουν καθορισμένους στόχους στην επικράτεια του αντιπάλου με ελάχιστα χρονικά περιθώρια. Ο ανταγωνισμός έλαβε δαιμονική μορφή όταν ο κάθε αντίπαλος επεδίωξε να συσσωρεύει μεγαλύτερο αριθμό όπλων, παρά τη δυνατότητα που είχε ήδη για ολική καταστροφή του αντιπάλου. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η στρατηγική των ΗΠΑ βασιζόταν στην αντίληψη της «μαζικής ανταπόδοσης», δηλαδή, στο δόγμα της άμεσης και απεριόριστης πυρηνικής ανταπάντησης σε οποιαδήποτε απόπειρα της ΕΣΣΔ να παραβιάσει τα σύνορα των δυτικών χωρών. Λεπτομερή σχέδια εκπονήθηκαν, ώστε κάθε ασήμαντη γωνιά του εχθρικού εδάφους να εξασφαλιστεί με συνολική καταστροφή. Έχει υπολογιστεί ότι πολιτείες του ανατολικού μπλοκ με πληθυσμιακή και οικονομική συγκέντρωση ανάλογες προς αυτές της Χιροσίμα, είχαν προκαθοριστεί να βομβαρδιστούν με βόμβες εκρηκτικής δύναμης 600 φορές μεγαλύτερης αυτής που κατέστρεψε τη Χιροσίμα. Τα σχέδια της τακτικής στρατηγικής δύναμης των ΗΠΑ προέβλεπαν για τη μαζική πυρηνική ανταπόδοση την εκτόξευση 1.459 πυρηνικών κεφαλών εναντίον 654 στόχων στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα: τελικό αποτέλεσμα κατά τους υπολογισμούς των στρατηγικών σχεδιαστών, 175 εκατομμύρια νεκροί. Σε περίπτωση εφαρμογής άλλου σχεδίου από αυτό της μαζικής ανταπόδοσης, υπολογίστηκε ότι μία προληπτική πυρηνική επίθεση θα χρειαζόταν 3.423 πυρηνικές κεφαλές με αποτέλεσμα τον θάνατο 285 εκατομμυρίων ανθρώπων, πλέον 40 εκατομμύρια τραυματιών. Τα σχέδια αυτά άφησαν στους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας να περιγράψουν τα αποτελέσματα του παγκόσμιου πυρηνικού χειμώνα και της διάχυσης της ραδιενέργειας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο σχεδιασμός για τον βομβαρδισμό της Αλβανίας προέβλεπε την πλήρη εξαφάνιση της χώρας αυτής, παρά το γεγονός ότι η Αλβανία είχε τότε αποσκιρτήσει και δεν ακολουθούσε τη σοβιετική ορθοδοξία. Σε απάντηση ερώτησης του υπουργού άμυνας Robert McNamara, ο αρμόδιος στρατηγός δήλωσε ότι η εξαφάνιση της Αλβανίας ήταν αναγκαία λόγω της παρουσίας ισχυρού αμυντικού ραντάρ στη χώρα αυτή! Ανάλογα, ο Νικήτα Χρουτσώφ απείλησε την καταστροφή της Ακρόπολης, που βέβαια συνεπάγεται και την καταστροφή των Αθηνών.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 κανείς δεν μπορούσε να αξιολογήσει την καταστρεπτική δύναμη που είχε συσσωρεύσει ο κάθε αντίπαλος εναντίον του άλλου. Δεν είχαν μόνο αρκετή δύναμη, ώστε να εξαλείψουν τον αντίπαλό τους, αλλά φρόντιζαν συνεχώς να την αυξήσουν, ώστε να μπορούν να τον εξαλείψουν πολλές φορές! Ποιού είδους στρατηγική μπορεί να εξυπηρετεί μια τέτοια παράνοια; Σε στιγμή ειλικρίνειας και λογικής ο Ρίτσαρντ Νίξον ρώτησε αγανακτισμένος: «Τι θα πει στρατηγική υπεροχή; Και τι μπορούμε να κάνουμε μ΄ αυτήν;» Καταλάβαινε ότι η «στρατηγική υπεροχή» ήταν αδύνατη.

Σήμερα, πάνω από 20 χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει το τί χρειάζονται και το τί εξυπηρετούν τόσα συσσωρευμένα πυρηνικά όπλα και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εξηγήσει ποιά ανάγκη επιβάλλει το να συνεχίζουν να υπάρχουν. Η επικρατούσα λογική επιβάλλει την κατοχή και την ύπαρξη των πυρηνικών όπλων ως αναγκαίο μέσο αποτροπής. Αυτό είναι σωστό και αναγκαίο εφ΄ όσον υπάρχουν πυρηνικά όπλα και ορκισμένοι αντίπαλοι. Το ερώτημα είναι αν μπορέσει ο κόσμος να φτάσει σε μια συμφωνία σημαντικής εξάλειψης των πυρηνικών όπλων. Αυτό φαίνεται αμφίβολο, δεδομένου ότι η απόκτηση πυρηνικών όπλων από μία χώρα τη θέτει σε κατάσταση υπεροχής προς τις χώρες της περιμέτρου της, αλλά και προς χώρες πολύ μακρύτερα από αυτήν, εφ΄όσον διαθέτει τεχνολογία κατασκευής βαλλιστικών μέσων. Ο πρόεδρος Ομπάμα έχει δηλώσει ότι η συνολική κατάργηση των πυρηνικών όπλων είναι σκοπός του, αν και αυτό φαίνεται να απαιτεί χρονικά περιθώρια πολύ μακρύτερα από τη θητεία του. Μία συμφωνημένη κατάργηση των πυρηνικών όπλων φαίνεται αδύνατη και για ένα ακόμη λόγο, αφού κάτι τέτοιο απαιτεί ισορροπία μεταξύ των εθνών και ειδικά ισορροπία στην οριακή κατάσταση, όπου ισχυρά έθνη θα διαθέτουν λίγα ή καθόλου πυρηνικά όπλα. Σε τέτοιες καταστάσεις φιλόδοξες κυβερνήσεις μεσαίων ή μικρών χωρών θα μπορούν να αναρριχηθούν σε επίπεδο υπερδύναμης με την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Μια παγκόσμια μη πυρηνική τάξη φαίνεται αδύνατη, αφού αδύνατη είναι και η εξάλειψη των φιλοδοξιών και της τάσης για κυριαρχία.



Διαστάσεις τῆς κρίσης μας.

Ἡ κρίση πού μᾶς ἀπασχολεῖ ὡς κοινωνία καί ὡς ἔθνος δέν εἶναι μόνο οἰκονομική καί κοινωνική. Ἔχει προσφυώς λεχθεῖ ὅτι οἱ διαστάσεις της περιλαμβάνουν καί ζητήματα οὐσιαστικά, πού καθορίζουν τήν ἀντίληψή μας καί τήν παράσταση πού ἔχουμε γιά τόν κόσμο καί γιά τή θέση μας σέ αὐτόν. Δηλαδή, ἡ κρίση πού ἐκδηλώνεται ὡς οἰκονομικό καί κοινωνικό φαινόμενο, ἐπεκτείνεται καί στόν τρόπο πού ἀντιλαμβανόμαστε τόν κόσμο καί ἀντιδροῦμε στίς πραγματικότητές του.

Αἰνιγματική καί προβληματική φαίνεται σήμερα νά εἶναι ἡ θέση πού κατέχει ἡ ταυτότητά μας στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας. Σήμερα, τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀμφισβητοῦν τήν καθιερωμένη μέσα στούς αἰῶνες σχέση μας μέ τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά καί μέ τούς μακρεῖς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου. Οἱ ἀμφισβητήσεις αὐτές, πού ξεκινοῦν ἀπό τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό τοῦ 18ου αἰώνα, κυριαρχοῦν τελευταῖα σέ ἀκαδημαϊκά περιβάλλοντα πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἀγγλοσαξωνική σχολή σκέψης καί ἱστοριογραφίας.

Χαρακτηριστικό φαινόμενο κρίσης ταυτότητας ἀποτελεῖ ἡ θέση πού κατέχει στό συλλογικό ὑποσυνείδητο, ἀλλά καί στήν ἐπιστημονική κοινότητα ἡ χιλιόχρονη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Πρόκειται, βέβαια, γιά μία φάση τῆς μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας πού μᾶς ταλανίζει ἀπό τήν ἐποχή τῆς Δ΄ Σταυροφορίας, τόν 13ο αἰώνα, ὅταν ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία κατακτᾶται καί διαμελίζεται διαμοιραζόμενη ἀπό τούς Δυτικούς. Ἔκτοτε, ἰδεολογικές ἀντιπαραθέσεις, διχασμοί καί ἀτέρμονες συζητήσεις ἐπικεντρώνονται στό ἐρώτημα ἄν ἀνήκουμε ὡς ἔθνος καί χώρα στήν Ἀνατολή ἤ στή Δύση, ἐρώτημα πού μόνιμα ξεκινᾶ ἤ καταλήγει σέ ἀπορία γιά τό Βυζάντιο.

Παρά τό ὅτι Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό λαϊκό σῶμα καί τμῆμα τῆς διανόησης ἐκφράζονται μέ ἐνθουσιασμό γιά τά ἐπιτεύγματα καί τή σημασία τῆς χιλιόχρονης ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, ἔχει διαδοθεῖ μία ἀρνητική ἀντίληψη πού χαρακτηρίζει τό Βυζάντιο ὡς μία περίοδο ὀπισθοδρόμησης καί βαρβαρισμοῦ, ἀνάλογη πρός τόν Μεσαίωνα τῶν Δυτικῶν. Ἡ εἰκόνα αὐτή τοῦ Βυζαντίου ξεκινᾶ ἀπό τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό καί περιγράφηκε στή γεμάτη παρανοήσεις καί διαστρεβλώσεις Ἱστορία τοῦ Γίββωνα. Σήμερα, λοιπόν, κυριολεκτικά ἰσχύει ἡ παρατήρηση τοῦ Φώτη Κόντογλου, μισό αἰώνα πρίν, ὅτι τό Βυζάντιο ἀποτελεῖ «σημεῖο ἀντιλεγόμενον». Σχετικό εἶναι καί τό γεγονός ὅτι μερίδα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κατεστημένου στή χώρα μας φαίνεται νά ἐγκαταλείπει τήν ἀντίληψη τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί νά ἀρνεῖται τήν ἱστορικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἡ θεωρητική ὀργανική σύνθεση πού συνέδεε τήν κλασσική ἀρχαιότητα καί τό Βυζάντιο μέ τόν Νέο Ἑλληνισμό, προϊόν τῆς ρομαντικῆς ἱστορικῆς ἀνάλυσης τοῦ 19ου αἰώνα δέν γίνεται ἀποδεκτή ἀπό πολλούς σήμερα.

Ὑποστηρίζεται ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος εἶναι σύνθεση πού ἀκολουθεῖ τή συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, δηλαδή ἀποτέλεσμα διεργασιῶν κατά τόν ἑλληνικό Διαφωτισμό τόν 18ο αἰώνα. Ἡ ἄποψη αὐτή, πού ἐπιτυχῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς ἐθνομηδενισμός, συνδυάζεται μέ μία ἐξιδανίκευση τῆς Τουρκοκρατίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ καταπιεστική καί ὀπισθοδρομική Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, τῆς ὁποίας κύρια σκοπιμότητα ἦταν ἡ ἀπομύζηση τῶν ὑπηκόων της, παίρνει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἐξωραΐζεται. Κυρίως ὅμως κατακερματίζεται καί ἀπονευρώνεται ἡ ἑλληνική ἱστορία μέ ὅ,τι αὐτό μπορεῖ νά συνεπάγεται. Γιά παράδειγμα, ἀρνούμενοι τήν σύνδεση τῆς παράδοσής μας μέ τήν βυζαντινή οἰκουμενικότητα, ἐκμηδενίζουμε τή σημασία καί τή βαρύτητα τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοτικοῦ συστήματος κατά τήν Τουρκοκρατία καί ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία καί κρίσιμη φάση της. Ἀνάλογα ἡ ἀποσύνδεσή μας ἀπό τούς βυζαντινούς αἰῶνες ἀφήνει μετέωρη τήν πραγματικότητα καί τήν μοναδικότητα αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε «Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές, λοιπόν, δέν μποροῦν νά προσφέρουν ἕνα πλαίσιο καί μία πειστική ἀφήγηση γιά τούς μακρούς αἰῶνες, τούς γεμάτους ἑλληνική παρουσία καί τεράστια παραγωγή τέχνης καί λογοτεχνίας, πού κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τόν ἑλληνικό τους χαρακτῆρα. Οὔτε ἔχουν ὑποστηριχθεῖ καί δέν βασίζονται σέ ἐπιστημονικές ἐκδόσεις ἤ σέ συνθετικές ἐργασίες.

Ὅπως καί νά ἐρμηνεύσουμε τίς ἐξελίξεις αὐτές τό συμπέρασμα παραμένει καί συνοψίζεται στό ὅτι εἶναι ἀπολύτως καί κατεπειγόντως ἀναγκαία ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς σχέσης μας μέ τήν ἀρχαιότητα καί μέ τούς δέκα αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου. Μᾶς χρειάζεται καί πάλι ἡ δημιουργική ἐκείνη μελέτη καί ἐνασχόληση πού ὁδήγησε στήν ἔκδοση ἔργων, ὅπως ἡ ἱστορία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ἡ συλλογική Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν ἤ ἡ ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ἀπόστολου Βακαλόπουλου.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἐπιμονή μας στίς μελέτες τῆς φιλολογίας, τῆς λαογραφίας καί τῆς τέχνης τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖες τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀνθίζουν στή χώρα μας, πρέπει νά διατηρηθεῖ καί νά ἐνισχυθεῖ μέ τά μέσα πού διαθέτουμε, καί αὐτά δέν εἶναι λίγα. Εὐτυχῶς καί μέ χαρακτηριστική συνέπεια ὁ ἑλληνικός λαός καί ἡ ἑλληνική διανόηση τιμοῦν τό Βυζάντιο μέ τόν τρόπο πού τοῦ ἀξίζει.