Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Εθνοαποδόμηση και εθνομηδενισμός



Με τους καινοφανείς αυτούς όρους χαρακτηρίζουμε την πλημμύρα των αμφισβητήσεων καθιερωμένων δεδομένων της ελληνικής ιστορίας και της καθημερινής αντίληψης που έχουμε για την πατρίδα μας. Η αντίληψη αυτή  μαζί με την ιστορική εμπειρία έχουν δημιουργήσει μία συνείδηση που κυριαρχεί στη λαϊκή φαντασία και συγκροτεί μία πειστική ιστορική και ηθική εικόνα της χώρας και του λαού της. Η συνείδηση  όμως αυτή βάλλεται σήμερα από ομάδες διανοουμένων, οι οποίοι την θεωρούν ανεπίτρεπτα ελληνοκεντρική, ώστε να δυσχεραίνει την προσέγγιση προς τον κόσμο και να αδικεί τους όμορους λαούς. Κατηγορείται ευθέως ο ελληνικός λαός ότι υποκύπτει στη γοητεία του εθνικισμού. Υποστηρίζεται ότι η θεραπεία θα πρέπει να βασισθεί στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και στην ιδεολογική καθοδήγηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Εθνοαποδόμηση είναι λοιπόν κάθε αμφισβήτηση των στοιχείων που συγκροτούν ιστορικά το ελληνικό έθνος, ενώ εθνομηδενισμός είναι η απαξίωση των ηθικών στοιχείων που συγκροτούν την ελληνική ιστορική παρουσία.

Αν θυμάμαι καλά, πρώτα παρουσιάσθηκε μια αμφισβήτηση σχετικά με τη δημιουργία και τη συνείδηση του ελληνικού έθνους. Υποστηρίχθηκε ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί κατασκευή που ακολουθεί τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Ότι αποτελεί μία φαντασιακή κοινότητα που συνδέεται με την δημιουργία του ελληνικού κράτους. Αγνοήθηκαν έτσι τα πλήθη των παραδειγμάτων και οι ελληνικοί αιώνες που ακολούθησαν το « Το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομότροπον», που ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. επικαλείται ο Ηρόδοτος. Επικράτησε κατόπιν η συνήθεια της άρνησης της συνέχειας του ελληνικού έθνους, την οποία κατά τον 19ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αγωνίσθηκε με την συνθετική «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» να αποδείξει. Αφαιρέθηκε έτσι το ιστορικό βάθος το οποίο πλαισιώνει και συνοδεύει το λόγιο, το δομημένο και το φυσικό περιβάλλον της χώρας μας.  Μετά, ακολούθησε το ζήτημα των ταυτοτήτων και της αναφοράς του θρησκεύματος στις ταυτότητες των Ελλήνων. Η αμφισβήτηση συνεχίσθηκε με το περιβόητο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών Σχολείων. Αμφισβητήθηκαν στη συνέχεια συμβολικοί μύθοι που ενισχύουν ποιητικά  την ταυτότητά μας, όπως η ιστορική πραγματικότητα του Κρυφού Σχολείου και αμέσως μετά η αλήθεια του Χορού του Ζαλόγγου. Αφορμή σε μεγάλες και σχοινοτενείς συζητήσεις έδωσε η προβολή στην τηλεόραση μιας σειράς σχετικής με την Επανάσταση του 1821. Υποστηρίχθηκε ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε κίνητρα και φορείς τελείως διαφορετικά από αυτά που καθιερώθηκαν ιδεαλιστικά και δήθεν ανιστόρητα. Μάλιστα, αφαιρέθηκε το φωτοστέφανο της ηθικής υπεροχής των Ελλήνων, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως σφαγείς της Τριπολιτσάς. Η εικόνα αυτή συμπληρώθηκε με την άρνηση του εθνοαπελευθερωτικού χαρακτήρα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που κατέληξε να θεωρείται κατακτητικός πόλεμος. Παράλληλα, σε ποικίλα δημοσιεύματα και τηλεοπτικές εκπομπές επιχειρήθηκε ο εξωραϊσμός και η εξιδανίκευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Υποστηρίχθηκε ότι η διοικητική αυτή επινόηση, του επιδρομέα και κατακτητή από την Κεντρική Ασία, είχε έναν προοδευτικό χαρακτήρα και μάλιστα ότι το ελληνικό έθνος αποτελούσε συστατικό στοιχείο της. Είναι, λοιπόν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα μη εχθρικό πολιτειακό σχήμα, του οποίου οι Έλληνες αποτελούν συστατική ομάδα. Οι Γενίτσαροι αναγορεύονται σε εκφραστές μιας κοινωνικής κινητικότητας και η  Οθωμανική Αυτοκρατορία  αναγεννιέται και  γίνεται τμήμα της ελληνικής ιστορίας.  Αντιθέτως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποσπάται  από την ελληνική ιστορία και κατηγορείται ως βάρβαρη και οπισθοδρομική. Τέλος, ζητήθηκε η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων στη Μέση Εκπαίδευση και η μετατροπή της διδασκαλίας των Θρησκευτικών σε προαιρετική. 

Όπως συνέβη με την ρομαντική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα, όταν οι ριζοσπάστες ιστορικοί Εδουάρδος Γκίββων και Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ δημιούργησαν σχολές αμφισβήτησης και αντίστοιχης αντίδρασης, έτσι και σήμερα οι αμφισβητήσεις της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού έθνους ξεκινούν από συγκεκριμένα περιβάλλοντα των εργαλειακών πανεπιστημιακών σπουδών στις ΗΠΑ και από πραγματιστές ιστορικούς εκφραστές της Νέας Ιστορίας από πανεπιστήμια της ευρωπαϊκής ηπείρου. Κατ΄ αρχήν, η περιβόητη παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών επιβάλλουν τον περιορισμό των ισχυρών εθνικών συνειδήσεων και όποιων πολιτισμικών παραδόσεων είναι ενδεχόμενο να αντιδράσουν στη δημιουργία ενός παγκόσμιου πολιτισμού. Πολυπολιτισμικότητα είναι η αξία και η ανάγκη που επιβάλλεται. Η μεταφορά του οικονομικού κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό Ωκεανό είναι η αιτία της ανάδυσης ενός νέου πολυπολικού κόσμου, ο οποίος είναι και κατ΄ ανάγκην πολυπολιτισμικός.

Το πολυπολιτισμικό πρότυπο επιδιώκει τη διάλυση της μοναδικότητας του κλασσικού κόσμου μέσα σε μία σειρά από πολλές υβριδικές πολιτισμικές υποενότητες και σε ένα πολυφωνικό συνονθύλευμα από ανατολικές δοξασίες και παραδόσεις. Θα πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε τι απομένει από τον αγώνα κατά της αμάθειας, της δεισιδαιμονίας και ποιος  θα διαρρήξει τους δεσμούς που συνεχώς υφαίνουν το άλογο και το παράλογο. Αγώνα, που ανέλαβε ο κλασσικισμός ως προϋπόθεση κάθε πολιτισμικής άνθισης και κάθε ουσιαστικής εκπαίδευσης, αλλά και κάθε δημοκρατικής εξέλιξης, αφού η δημοκρατία σημαίνει κατ ανάγκην και παιδεία και μάλιστα κλασσική παιδεία.

Υποστηρίζεται ότι ο ελληνοκεντρισμός παραμόρφωσε και περιόρισε τα επιτεύγματα των άλλων πολιτισμών και θεωρείται ατύχημα το ότι η ένδοξη κληρονομία του κλασσικού κόσμου κατόρθωσε να επιβιώσει των κατακτητών της Ελλάδας. Είναι, λοιπόν, αρνητική εξέλιξη, για τους οπαδούς της πολυπολιτισμικότητας, το ότι η Ρωμαϊκή και Οθωμανική κατάκτηση της Ελλάδας δεν στάθηκαν ικανές να εμποδίσουν τους μεταγενέστερους θριάμβους του κλασσικισμού και τον ενθουσιασμό που εξακολουθεί αμείωτος να συνοδεύει τα ελληνικά επιτεύγματα.

Για τους θιασώτες του πολυπολιτισμικού και τους αρνητές του κλασσικισμού η καλλιέργεια του πολυγλωσσικού, του διαπολιτισμικού, αυτού που, κατά τη γνώμη τους, βοηθά στην πνευματική αλληλοκατανόηση και προάγει την παγκόσμια συνεργασία, δεν είναι ό,τι μπορεί σήμερα να πετύχει η ψυχρότητα αυτού που ονομάζουμε κλασσικό.

Η συζήτηση αυτή αναζωπυρώθηκε πρόσφατα με τον θάνατο του συγγραφέα της «Μαύρης Αθηνάς» Martin Bernal. Στο τρίτομο αυτό έργο, που είναι αποτέλεσμα λογιοσύνης, πλην άκρως αμφιλεγόμενο, ο  Martin Bernal επιχειρηματολογεί σε ένα ευρύτατο φάσμα υποστηρίζοντας ότι οι απαρχές του ελληνικού πολιτισμού βρίσκονται  στην αρχαία Αίγυπτο και στην αρχαία Φοινίκη. Οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες εποίκισαν κατά τον Βernal στην προϊστορική Ελλάδα. Έτσι, ο κλασσικός  πολιτισμός περιγράφεται ως υβριδικό αποτέλεσμα της συνάντησης αρχαίων  πολιτισμών και παραδόσεων, παρά ως αυτοδύναμο σύνολο μιας συμπαγούς  και αδιάσπαστης πολιτισμικής συνέχειας. Μάλιστα, η σχετικοποίηση του κλασσικού κόσμου και την υποταγή του σε πολυπολιτισμικά πλαίσια ακολουθείται από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, που θεωρείται ένα φαντασιακό  αποτέλεσμα, κατάλληλο για να στηρίζει και να εξυπηρετεί τους Ευρωπαίους και τις επιδιώξεις τους.

Δεν μας είναι γνωστό το τι στηρίζει και τρέφει την προσπάθεια για αποδόμηση της ελληνικής ιστορίας και της κρατούσας ιδεολογίας. Η προσπάθεια αποδόμησης φαίνεται επίμονη, διαρκής και εκτεταμένη και βέβαια δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας. Οι πολιτικές σκοπιμότητες που ενδέχεται να υποκρύπτονται δεν μας φαίνεται να αποτελούν επαρκή εξήγηση. Ωστόσο, η ελληνική ιστορία και η ελληνική ταυτότητα αποτελούν πολιτισμικές αξίες. Η αμφισβήτησή τους δεν αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά ενδέχεται να έχει κόστος που αφορά ολόκληρη την οικουμένη. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι αυτά που αμφισβητούνται αποτελούν προϊόντα μιας παγκόσμιας ιστορικής και πολιτισμικής πρωτοπορίας και δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν στα πλαίσια μιας συγκυρίας και ενός συρμού.
Δεν έχουμε να προτείνουμε λύσεις, παρά μία ευχή: Είναι ανάγκη απόλυτη και κατεπείγουσα να αναλάβει η ελληνική διανόηση και η ελληνική επιστήμη την απόκρουση των εθνοαποδομητικών και εθνομηδενιστικών τάσεων. Πρέπει να ληφθεί δράση, να δημιουργηθούν συνθετικά επιστημονικά έργα και να κινητοποιηθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Γνωρίζουμε πόσο δύσκολες είναι τέτοιες δράσεις.  Ωστόσο, πρόκειται  για αγώνα που αν χαθεί στο επίπεδο της διάνοιας και του φρονήματος, όλα θα έχουν χαθεί.