Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ψωμά Άννα, «Αρχοντικά της Λιβαδειάς. Κατάλοιπα αρχιτεκτονικής μνήμης», Ιδιωτική Έκδοση, Λιβαδειά 2016, σχήμα 21x30, σελ. 194.




Η μοναδικότητα και ο χαρακτήρας των ελληνικών πόλεων χάνονται χωρίς επιστροφή. Οι ελληνικές πόλεις αλλάζουν όψη και ύφος. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο χαρακτήρας των σύγχρονων ελληνικών πόλεων δεν διατηρεί ορισμένες από τις αρετές του, ωστόσο, η χώρα προσαρμόζεται σε ρυθμούς και εκφράσεις που είναι διαφορετικές από αυτές της παράδοσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην κατάσταση αυτή υπάρχει ριζική αντίθεση και μάλιστα από μέρους ανθρώπων με επιρροή και αξία. Δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπαθούν μέσα στα στενά πλαίσια του περιβάλλοντός τους να αντιδράσουν. Μια μορφή αντίδρασης στην αλλοτρίωση και καταστροφή του ιστορικού περιβάλλοντος είναι και η εκτεταμένη προσπάθεια που καταβάλλουν σήμερα πολλοί από αυτούς που καταλαβαίνουν τί συμβαίνει.  Ειδικά στον τομέα των εκδόσεων και των μελετών των ελληνικών πόλεων υπάρχει οργασμός. Η πλειονότητα σχεδόν των ελληνικών πόλεων διαθέτει τώρα εξαιρετικές εκδόσεις που τις περιγράφουν, τις προσδιορίζουν και τους δίνουν την ταυτότητά τους.

Το μεγάλο αυτό καθήκον ανέλαβε αυθόρμητα για τη Λιβαδειά η Λιβαδείτισσα αρχιτέκτων και ζωγράφος Άννα Ψωμά. Δεν θα υπήρχε καταλληλότερο πρόσωπο για αυτό το εγχείρημα.  Η κ. Ψωμά έχει εργαστεί επαγγελματικά για την ανοικοδόμηση της πόλης. Παράλληλα, εκτέλεσε με συνέπεια, αμισθί, κοινωνικές υπηρεσίες και προσέφερε αρχιτεκτονικά σχέδια και μελέτες με επιβλέψεις για τη συντήρηση και ανακαίνιση των πολυαρίθμων θρησκευτικών μνημείων του Νομού Βοιωτίας. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις δωρεές της Άννας Ψωμά για κοινωνικούς σκοπούς. Τα βιβλία που εκδίδει τα χρηματοδοτεί η ίδια και τα έσοδα από τις πωλήσεις τους διατίθενται για κοινωνικά έργα.

Το βιβλίο «Αρχοντικά της Λιβαδειάς» βασίζεται στην ιδιωτική και διορατική προσπάθεια της Άννας Ψωμά, να αποτυπώσει σχεδιαστικά και φωτογραφικά τα παρακμάζονται αρχοντικά της Λιβαδειάς.  Στο επόμενο βιβλίο της, η Άννα Ψωμά αποτυπώνει τα υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια της Λιβαδειάς, που αποτέλεσαν τη βάση και την πηγή του πλούτου που βοήθησε στην ανέγερση των αρχοντικών. 

Το βιβλίο για τα «Αρχοντικά της Λιβαδειάς» ξεκινά με ένα πρόλογο και μια εισαγωγή που εξηγούν καθαρά τις διαδικασίες μετά από τις οποίες γράφτηκε το βιβλίο. Παρατίθεται μια ενδιαφέρουσα αφήγηση για την ιστορική εξέλιξη της μετα-επαναστατικής αρχιτεκτονικής και την «παραδοσιακή κατοικία». Αφιερώνεται ικανοποιητικός χώρος για την περιγραφή του νεοκλασσικισμού στην ελληνική κατοικία και περιγράφονται με σαφήνεια οι αρχιτεκτονικοί τύποι των αρχοντικών της Λιβαδειάς. Όλο το βιβλίο είναι γεμάτο από σχέδια και σπάνιες φωτογραφίες που δίνουν το αίσθημα ότι το βιβλίο θα αποτελέσει για την πόλη της Λιβαδειάς ένα κτήμα ες αιεί. Κατόπιν αρχίζει η συναρπαστική παρουσίαση των αρχοντικών, η οποία δεν αποτελείται μόνο από κείμενα, αλλά πλαισιώνεται με αφθονία σχεδίων και φωτογραφιών. Οι πληροφορίες που δίδονται είναι μοναδικές και παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Ειδικά για τις οικοδομικές λεπτομέρειες και διακοσμήσεις η παράθεση φωτογραφιών και ο σχολιασμός τους αποτελούν μοναδικό κατόρθωμα, αν υπολογίσουμε το μέγεθος της δουλειάς και την απουσία αναλόγων φωτογραφιών σε παρόμοιες εκδόσεις.

Δίδεται μια ιστορική διάσταση με την διαίρεση της παρουσίασης σε περιόδους. Έτσι το θέμα κερδίζει σε βάθος και ο αναγνώστης αποκτά το ιστορικό στοιχείο που συνήθως λείπει. Παρουσιάζονται πολλά αρχοντικά τα οποία αδίκως κατεδαφίστηκαν. Παρουσιάζεται μάλιστα και η σχετική γραφειοκρατική αντιμετώπιση του θέματος της κατεδάφισης κτισμάτων τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι διατηρητέα. Παρουσιάζεται ένας αριθμός κτισμάτων που ο συγκυριακός επισκέπτης της πόλης συνήθως προσπερνά χωρίς να υποπτεύεται τον αισθητικό τους πλούτο. Και είναι πολλά και η παρουσίασή τους εξαντλητική.  

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι εξαιρετικά, ανάλογα προς τις ικανότητες ενός επαγγελματία επιστήμονα. Η δουλειά και ο μόχθος είναι φανερά.  Αλλά και ο χρόνος που διατέθηκε για το αποτέλεσμα αυτό, κάνει το βιβλίο έργο ζωής.

Η ερευνήτρια περιορίστηκε στην μετα-επαναστατική Λιβαδειά και δεν αναφέρεται στην αρχιτεκτονική μορφή της πόλης κατά την προ-επαναστατική περίοδο.  Δεν έχω γνώση του θέματος, αλλά έχω την εντύπωση ότι υπάρχουν αρκετές απεικονίσεις της πόλης και των κτιρίων της σε ταξιδιωτικά χρονικά από τον 17ο αιώνα και μετά.  Δεν περιγράφονται λοιπόν σε έκταση οι δραστηριότητες των μπουλουκιών των οικοδόμων της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν εκτεταμένη δραστηριότητα στη Λιβαδειά μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Το όλο έργο κλείνει με μια καλή και διαβασμένη βιβλιογραφία.


Ψωμά Άννα, «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950. Καταγραφή μιας περιπέτειας κτιρίων και ανθρώπων», Ιδιωτική Έκδοση, Λιβαδειά 2017, σχήμα 29,5x21,5 , σελ. 268 .




Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία έκπληξη. Είναι φανερή η ένδεια της ελληνικής βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τις βιομηχανικές δραστηριότητες που κατά καιρούς προσπαθούν να καταστήσουν την Ελλάδα βιομηχανική χώρα και να την απομακρύνουν από τη φτώχεια. Το βιβλίο, λοιπόν, ασχολείται αποκλειστικά με τη βιομηχανοποίηση και την πτώση της στην πόλη της Λιβαδειάς. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα της βιομηχανικής παραγωγής και κατεργασίας του βάμβακος σε αυτή την πόλη.

Το βιβλίο  «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» γράφτηκε από την Άννα Ψωμά, αρχιτέκτονα και ζωγράφο, που γεννήθηκε και δουλεύει στη Λιβαδειά.  Η ίδια εξωτερικεύει την αγάπη της και το θαυμασμό της για τη γενέθλιο πόλη με μια σειρά βιβλίων, της οποίας το δεύτερο τίτλο αποτελεί το παρόν βιβλίο. Ο πρώτος τόμος της σειράς τιτλοφορείται: «Αρχοντικά της Λιβαδειάς. Κατάλοιπα αρχιτεκτονικής μνήμης». Θα ακολουθήσει και βρίσκεται υπό έκδοση ένα βιβλίο για την πολεοδομική ανάπτυξη της Λιβαδειάς.  Η Άννα Ψωμά δούλεψε αυθόρμητα για χρόνια ως ερευνήτρια της πόλης. Με τις επιστημονικές βάσεις που διαθέτει κατόρθωσε να αποτυπώσει σχεδιαστικά το μέγιστο τμήμα των παλαιών αρχοντικών και βιομηχανικών κτιρίων. Τα σχέδιά της είναι επαγγελματικά με απεικόνιση κάθε λεπτομέρειας και αυστηρή συμφωνία προς το αντικείμενο. Η δουλειά της, εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα, αποτελεί προσφορά προς την κοινωνία. Τα βιβλία της τυπώνονται με δικά της έξοδα και οι εισπράξεις διατίθενται για κοινωνικούς σκοπούς.

Το βιβλίο «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» αρχίζει με μια ιστορική περιγραφή της πόλης, ώστε ο αναγνώστης να κατατοπιστεί για το ιστορικό υπόβαθρο της βιομηχανικής δραστηριότητας στη Λιβαδειά. Ακολουθούν κεφάλαια με στοιχεία για την πόλη και το βαμβάκι της Βοιωτίας, που αποτελούσε το αντικείμενο της βιομηχανικής κατεργασίας.  Η γέννηση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη της Λιβαδειάς ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως κινητήριο μέσο για την κατεργασία του βαμβακιού χρησιμοποιήθηκε το νερό του ποταμού της Κρύας της Λιβαδειάς.  Το αποτέλεσμα κατέληξε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι, το 1875 υπήρχαν στη Λιβαδειά 35 αλευρόμυλοι, 12 κλωστήρια και 10 ελαιοτριβεία, αλλά μόνο τέσσερα εκκοκκιστήρια και δύο υφαντήρια. Ο αριθμός τους αυξήθηκε τα επόμενα χρόνια.  Η περιγραφή γίνεται ως το σημείο αυτό με τη βοήθεια παλαιών και σύγχρονων φωτογραφιών.

Στη συνέχεια αφιερώνονται 20 σελίδες στην περιγραφή του νερού της πηγής Κρύας, που χαρακτηρίζεται ως «το χρυσάφι της Λιβαδειάς». Εξηγείται η τεχνική των καναλιών και η λειτουργία των υδροστροβίλων. Η ερευνήτρια διηγείται τη διαμάχη για τη διανομή του νερού. Κατόπιν ακολουθεί η περιγραφή συγκεκριμένων βιομηχανιών με τις εγκαταστάσεις τους. Δίδεται η αρχιτεκτονική μορφή των κατασκευών και των κτιρίων και παρατίθεται πλήθος φωτογραφιών και σχεδίων. Μεταξύ των περιγραφών υπάρχουν αναδιπλούμενοι χάρτες με λεπτομερέστατη περιγραφή των βιομηχανιών και των θέσεών τους. Το σύνολο αυτής της δουλειάς θα πρέπει να χρειάστηκε πολλά χρόνια εργασίας από την κ. Ψωμά. Τα σχέδια αυτά είναι αξεπέραστα σε ποιότητα, πιστότητα και λεπτομέρεια. Αν αναφερθεί κανείς στις μεγάλες εκδόσεις των περιηγητών του 16ου έως τον 19ο αιώνα, θα διαπιστώσει mutatis mutandis ότι τα σχέδια της κ. Ψωμά είναι κάτι παρόμοιο προς τις εκδόσεις αυτές. 

Ακολουθεί εντοπισμός και περιγραφή των υδροκίνητων βιομηχανιών, που περιγράφονται μία-μία σε σχέση πάντα με τους ιδιοκτήτες και τους δημιουργούς τους. Τα κείμενα εδώ είναι γεμάτα φωτογραφίες, παλιές και νέες, καθώς και σχέδια, γενεαλογικά δένδρα και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ώστε ο αναγνώστης να έχει εικόνα της ανθρώπινης πλευράς της βιομηχανικής δραστηριότητας. Κατηγοριοποιούνται τα κτίρια σε αυτά που κατεδαφίστηκαν και σε αυτά που στέκονται ακόμη. Δημιουργείται έτσι η βεβαιότητα ότι η περιγραφή είναι σχεδόν πλήρης και επιτυγχάνει μια ανασύσταση του βιομηχανικού περιβάλλοντος στην παρερκύνια βιομηχανική ζώνη, όπως φαίνεται στον αναδιπλούμενο Χάρτη 1.


Έχουμε, λοιπόν, ένα ολοκληρωμένο βιβλίο βιομηχανικής ιστορίας με το οποίο δύσκολα μπορούν να συγκριθούν τα λίγα ανάλογα βιβλία που υπάρχουν στην ελληνική. Ελπίζουμε το βιβλίο θα αποκτήσει τη θέση του στη βιβλιοθήκη του κάθε ενδιαφερόμενου.  Περιμένουμε δε και την περαιτέρω προσφορά της κ. Ψωμά στη βιβλιογραφία της Λιβαδειάς.